Ακούγοντας μια άλλη Αθήνα
Σε μία εξερεύνηση άγνωστων πτυχών της πόλης μέσω ηχητικών περιπάτων μας καλούν οι ερευνητές και sound artists που συμμετέχουν στο project “Einander zuhören – Stadt-(Ge)Schichten”.
Ένα smartphone με τεχνολογία GPS κι ένα ζευγάρι ακουστικά αρκούν για να συμμετάσχει κανείς σε μία πρωτόγνωρη εμπειρία στο κέντρο της Αθήνας: μία σειρά ηχητικών περιπάτων που προσφέρουν στον ακροατή-περιηγητή μια νέα χαρτογράφηση της πόλης, μέσα από τα μάτια -ή μάλλον τα αυτιά- των ερευνητών, sound artists, σπουδαστών και συλλογικοτήτων που συμμετείχαν στο project Einander zuhören – Stadt-(Ge)Schichten (Ακούγοντας ο ένας τον άλλο – (απ)όψεις της πόλης).
Διαβάζοντας τα παραπάνω, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι έχουμε να κάνουμε με κάποιου είδους τουριστικό ηχητικό οδηγό. Ωστόσο, η πλατφόρμα noTours που χρησιμοποιήθηκε για την υλοποίηση του project, «σε αντίθεση με τους κλασσικούς τουριστικούς οδηγούς, που σε καθοδηγούν από σημείο σε σημείο τουριστικού ενδιαφέροντος -παραβλέποντας στην ουσία την πόλη που ζει καθημερινά- προτείνει την ελεύθερη περιήγηση, την εξερεύνηση. Αυτό σαν προσέγγιση ανταποκρίνεται σε ενός άλλου τύπου επίσκεψη σε μια πόλη, αυτήν του ταξιδιώτη αντί του τουρίστα», μου λέει ο Γιώργος Σαμαντάς, ερευνητής της ομάδας Φωνές, που συμμετείχε ενεργά σε όλη την πορεία υλοποίησης του project.
Οι περίπατοι, λοιπόν, αφορούν όχι μόνο επισκέπτες, αλλά και (αν όχι κυρίως) τους κατοίκους της Αθήνας, που καλούνται να βιώσουν «μια περιήγηση στην πόλη όπως την έχουν (ξανα)φανταστεί οι δημιουργοί. Από τη μία, είναι σαν να “βλέπεις” -ή πιο κυριολεκτικά “ακούς”- ένα έργο τέχνης, μόνο που ο εκθεσιακός χώρος ή η αίθουσα συναυλιών έχει μεταφερθεί έξω, στο δρόμο. Κι από την άλλη είναι σαν να περπατάς σε μέρη γνώριμα με τα ακουστικά σου, αλλά αυτό που ακούς δε σε αποκόπτει από το συγκεκριμένο τόπο, αλλά σε ξανασυνδέει με αυτόν, σε ταξιδεύει σε πράγματα που έχουν συμβεί στο παρελθόν ή σε πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν», λέει ο Γιώργος για την εμπειρία που περιμένει τους συμμετέχοντες.
Πράγματι, διαβάζοντας τις περιγραφές των δέκα περιπάτων ανακαλύπτουμε ότι θα κινηθούμε σε πολυσύχναστους δρόμους και περιοχές που θεωρούμε ότι γνωρίζουμε καλά – πλατεία Συντάγματος, Πανεπιστημίου, Ερμού, Μοναστηράκι… Αλλά οι ηχητικοί περίπατοι θα μας βοηθήσουν να ακούσουμε πτυχές της ζωής της πόλης που ίσως προσπερνούσαμε μέχρι τώρα: από τους ήχους και τις μουσικές που χρησιμοποιούν οι Αθηναίοι «για να έρθουν σε επαφή με τον κόσμο, να “εδαφικοποιηθούν”, να ζευγαρώσουν και να έρθουν σε διαπραγμάτευση με τον φόβο μιας εν εξελίξει οικονομικής κρίσης» στο εμπορικό τρίγωνο (Ντάνα Παπαχρήστου, Becoming bird – becoming other) μέχρι τις φωνές και την «εφήμερη μουσική του χώρου» στην Ομόνοια, την Αθηνάς και το Μοναστηράκι που «εγείρουν ερωτήματα σχετικά με την περιοχή, τη μετανάστευση και τις ισχύουσες πολιτικές» (Σοφία Γρηγοριάδου, Γύρω από την Αγορά).
Με αυτόν τρόπο ο περιπατητής θα μπει «σε μια διαδικασία εξερεύνησης της πόλης σε χώρους άγνωστους -λέγοντας “χώρους” το εννοώ είτε κυριολεκτικά, είτε και μεταφορικά, στους συναισθηματικούς χώρους που προκύπτουν μέσα σε μια γνώριμη διαδρομή», εξηγεί ο Γιώργος.
«Το ιδανικότερο θα ήταν να περπατήσει κανείς χωρίς καθόλου χάρτη, να διασχίσει περιοχές και διαφορετικές αφηγήσεις με μόνο γνώμονα την ακοή. Αλλά οι άνθρωποι έχουμε ακόμα την ανάγκη της σιγουριάς που μας προσφέρει η όραση.»
Πώς δημιουργείται, όμως, ένας ηχητικός περίπατος; «Για να πεις μια ιστορία καταρχάς χρειάζεσαι ένα κεντρικό θέμα. Και για να κάνεις έναν [ηχητικό] περίπατο θέλεις και μία διαδρομή. Σε συνδυασμό των δύο, βγαίνεις και περπατάς με τα αυτιά σου πολύ ανοιχτά, κι ακούς τί ιστορία μπορούν να σου πουν οι ήχοι της πόλης. Διαβάζεις, μυρίζεις, βλέπεις τι κάνουν οι άνθρωποι, κοιτάς την αρχιτεκτονική, επιστρέφεις και σιγά-σιγά διαμορφώνεις μια ιστορία, την οποία απλώνεις πάνω στο χάρτη, σε διαπραγμάτευση με το χώρο. Καλό είναι να έχεις και το recorder μαζί, γιατί πολλοί ήχοι δεν επαναλαμβάνονται, αλλά μπορεί να σφραγίσουν την αίσθηση που έχεις για ένα συγκεκριμένο σημείο».
Ο ίδιος, στον ηχητικό περίπατο που ονόμασε Θέατρο Συγκρούσεων, ασχολήθηκε με τις πορείες και τις διαμαρτυρίες που σηματοδοτούν την εμπειρία της πόλης τα τελευταία χρόνια. Τον ρωτάω κατά πόσο επηρεάστηκε από το γεγονός ότι πρόκειται για μία όψη της Αθήνας που, αν δεν αποκρύπτεται, παρουσιάζεται συνήθως ως αρνητική ή περιθωριακή: «Είναι αλήθεια πως οι πορείες “παίζονται” πολύ στο δημόσιο λόγο, με τη συντριπτική πλειονότητα των προσεγγίσεων να ρέπει προς την απόλυτη καταδίκη. Δεν θέλω να μπλέξω σε ένα δίπολο που να με οδηγεί στην εξιδανίκευση. Ωστόσο, και ως άνθρωπος που κατεβαίνει στις πορείες αλλά και ως ανθρωπολόγος, σίγουρα με γοητεύει το γεγονός πως οι πορείες είναι πολύ έντονοι συναισθηματικοί και ηχητικοί χώροι. Γι’ αυτό και κρατάω και μια τέτοια στάση στο επίπεδο της σύνθεσης. Θεωρώ πως οι πορείες είναι πολύ πλούσιες σε υλικό για να πεις μια ιστορία για την Αθήνα, σηματοδοτούν την πόλη και την κάνουν ζωντανή. Είναι από τις στιγμές που οι κάτοικοι παρουσιάζονται όχι ηττημένοι και καταθλιμμένοι, αλλά ενδυναμωμένοι στο χώρο που ζουν καθημερινά.»
Οι συχνές πορείες και συγκεντρώσεις είναι μία μόνο πτυχή της ζωής στην Αθήνα που άλλαξε κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Κι ενώ αρχικά το κεντρικό θέμα του project ήταν «Αλλαγή και κρίση», οι συμμετέχοντες «χωρίς να συνεννοηθούμε μεταξύ μας είδαμε πως όλοι αντιστεκόμαστε σε μια αφήγηση της Αθήνας που θυματοποιείται κάτω από τον όρο “κρίση”. Λέω “αφήγηση”, που είναι πολύ της μόδας τελευταία, για να πω πως δεν είναι τόσο στόχος μας να συγκεντρώσουμε αντικειμενικές, υποτίθεται, καταγραφές, αλλά να παρέχουμε εναλλακτικές ερμηνείες ή εκδοχές για την πόλη που ζούμε, κάτω από το πρίσμα αυτής της αλλαγής».
Οι ίδιοι οι Αθηναίοι συνειδητοποιούν το ριζικό μετασχηματισμό της πόλης που συντελείται;
«Τις αρνητικές αλλαγές στην Αθήνα τις συνειδητοποιούν με το χειρότερο τρόπο οι πιο αδύναμοι. Για τους υπόλοιπους, έχω την αίσθηση πως οι αλλαγές που έρχονται μέρα με τη μέρα συνηθίζονται. Και λυπάμαι που θα το πω, είτε τις συνειδητοποιούν σε ένα αισθητικό επίπεδο (η φράση “τσκ-τσκ-τσκ! πώς κατάντησε έτσι η Αθήνα!”), είτε μαθαίνουν να τις παραβλέπουν.»
Παρόλα αυτά, το project μπορεί να απευθυνθεί όχι μόνο στους κατοίκους της πόλης, αλλά και σε κάθε «επισκέπτη που ενδιαφέρεται για τον αστικό χώρο, για την τέχνη, ή και πιο συγκεκριμένα για τους ηχητικούς περιπάτους, που είναι μια μορφή τέχνης σχετικά πρόσφατη». Κι ίσως τελικά να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας εναλλακτικής πρότασης στο κυρίαρχο πρότυπο τουρισμού, που παρουσιάζει «την Αθήνα ως “αυτήν την άσχημη πόλη που πρέπει να πάμε γιατί έχει την Ακρόπολη” παρά ως “μια όμορφη πόλη που αξίζει να επισκεφθείς και να περιπλανηθείς”, κάτι που έχει επιπτώσεις όχι μόνο στην οικονομία, αλλά ακόμα περισσότερο στην καθημερινή ζωή των κατοίκων», καταλήγει ο Γιώργος.
* Το project “Einander zuhören – Stadt-(Ge)Schichten” υλοποιήθηκε σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Γκαίτε, τις ομάδες Escoitar.org και “Φωνές”, όπως και ανεξάρτητους καλλιτέχνες και σπουδαστές. Η έκθεση θα διαρκέσει ως τις 25/9 και η παρουσίασή της θα γίνει την Τετάρτη, 17/9 στις 6 το απόγευμα στο Ινστιτούτο Γκαίτε (Ομήρου 14-16), από όπου θα ξεκινούν και ομαδικοί περίπατοι με τους δημιουργούς, κάθε πρώτη Δευτέρα των επόμενων μηνών.
Η εφαρμογή θα είναι προσβάσιμη για εγκατάσταση σε Android κινητά τηλέφωνα εδώ ενώ στο χώρο του Ινστιτούτου θα διατίθεται περιορισμένος αριθμός συσκευών.
Facebook event εδώ.