– Κι θέλου να φίγου!

Published On 2 January 2014 | By Άγγελος Γρόλλιος | Άγγελος Γρόλλιος

Πάνω που κοντεύαμε να τελειώσουμε την επίσκεψη κι ετοιμαζόμαστε να αναχωρήσουμε, μια ακαθόριστη κίνηση στην πέρα άκρη του θλιβερού δωματίου με έκανε να στρέψω εκεί το βλέμμα. Κι αντίκρισα τον μικρό Παναγιώτη, ξαπλωμένο ανάσκελα στο στενό κρεβατάκι με τα βρώμικα σεντόνια.

Χέρια και πόδια συστρέφονταν στον αέρα, καθώς μάταια προσπαθούσε από κάπου να πιαστεί, κάπως να ανασηκωθεί. Ανήμπορος να μιλήσει, χαμογελούσε πλατιά με μια ανατριχιαστική σύσπαση του στόματος, που άφηνε να φανούν, αιχμηρά και αραιά, τα τριγωνικά δοντάκια του. Ανθρώπινο καρχαριάκι εκτρωματικής σύλληψης, σταυρός μαρτυρίου για μια εσαεί δυστυχισμένη μητέρα. Ζητούσε κι αυτός το μερίδιό του σε λίγη επικοινωνία, στο κάτω κάτω της γραφής ήταν παρατημένος εκεί όσην ώρα μιλούσαμε με τον αδελφό του και την υπόλοιπη οικογένεια.

Έσκυψα και απαλά χάιδεψα το άτριχο κρανίο. Το χαμόγελο έγινε πιο πλατύ -σάμπως και να ηρέμησε. Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου –δεν άντεχα, άνοιξα την πόρτα και πάτησα στο τσιμεντένιο μπαλκονάκι. Πήρα δυο βαθιές ανάσες ατενίζοντας την καταχνιά του ορεινού λακωνικού τοπίου που ξανοιγόταν, άγριο και υποβλητικό, μπροστά στο αγροτόσπιτο. Γρήγορα μπήκα πάλι μέσα, έκανε ψύχρα και δάκρυζαν τα μάτια μου. Η μάνα του τον είχε πάρει αγκαλιά και τον τάιζε. Γύρισα και του έριξα μια γρήγορη ματιά ταραγμένος, ο Παναγιώτης με κοίταζε έκθαμβος με ολοστρόγγυλα μάτια, το στόμα λαίμαργα κολλημένο στο μπιμπερό. Μας είπαν πως ήταν ήδη εφτά χρονών αλλά η εκ γενετής τρύπα στην καρδιά τον είχε φυλακίσει σε δίχρονο σώμα.

mesa

Η ατμόσφαιρα είχε βαρύνει αρκετά. Με τους άλλους δυο καθηγητές ξεκίνησα να φύγουμε. Ο Παναγιώτης συστρεφόταν πάλι και ψέλλιζε άναρθρα στο στρώμα. Στην αυλόπορτα ανταλλάξαμε τις τυπικές φιλοφρονήσεις με τους ευγενικούς γονείς, ανοίξαμε το βήμα, σχεδόν τρέχαμε να φτάσουμε γρήγορα στο αυτοκίνητο, που είχαμε αφήσει στην πλατεία. Στο δρόμο της επιστροφής για το ξενοδοχείο στη Σπάρτη δεν ανταλλάξαμε πολλές κουβέντες, μαντεύαμε καλά ο ένας τις σκέψεις των άλλων. Στις Καρυές Λακωνίας είχαμε φθάσει για τον μεγάλο αδελφό του Παναγιώτη, αν θα τον παίρναμε υπότροφο στο σχολείο, στη Θεσσαλονίκη.

Στη συνεδρίαση η Επιτροπή Υποτροφιών δέχτηκε θετικά την εισήγηση της τριμελούς ομάδας μας. Η επιχειρηματολογία δεν κράτησε πολλήν ώρα. Την κρίσιμη ώθηση υπέρ της πρότασης για απονομή υποτροφίας στον μεγαλύτερο αδελφό του μικρού Παναγιώτη έδωσε η σχεδόν αυτολεξεί απάντησή του στην ερώτηση, γιατί άραγε ήθελε να ξεσπιτωθεί και να μετακομίσει για τα επόμενα έξι χρόνια στην πόλη μας: «Να σι πω! Κάθουμι κι βλέπου τς νταμπέλες στου δρόμου, κι λέου: -Τι να ‘νι παραπέρα;  Κι θέλου να φύγου…».

Δυο μέρες μετά την εγκατάστασή του στο οικοτροφείο, τον νεαρό αγροίκο Λάκωνα, που τόσο διψούσε να γνωρίσει τον άγνωστο κόσμο που ανοιγόταν πέρα από τις πινακίδες της οδικής σήμανσης στον επαρχιακό δρόμο Καρυών – Σπάρτης, ήρθε και πήρε πίσω η μάνα του. Είπε ότι δεν άντεχε σπίτι μόνη, με τον μικρό Παναγιώτη…

Like this Article? Share it!

About The Author

: Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1955. Είναι καθηγητής φιλολογίας στην ιδιωτική εκπαίδευση. Γράφει ποιήματα και διηγήματα που μοιράζει σε φίλους.