Το ταξί (δεν) αλλάζει
Οι περισσότεροι ρωτούν πριν καπνίσουν και κόβουν αποδείξεις. Κάποιοι έρχονται με το πάτημα ενός κουμπιού στο κινητό. Έχει αλλάξει τόσο πολύ ο μέσος ταξιτζής;
Σταθμός Λαρίσης, 2000. Φοιτητής, είχα φτάσει με τον βραδινό “καρβουνιάρη” από Θεσσαλονίκη. Μετρό δεν υπήρχε τότε – ή άλλαζες δύο-τρία λεωφορεία για να φτάσεις σπίτι, ή ακολουθούσες έναν από τους ταξιτζήδες που «τσιμπούσαν» πελάτες στην έξοδο του σταθμού. Στις 6 το πρωί, μετά από οκτώ ώρες ταξίδι, ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Δεν υπήρχε ούτε οργανωμένη πιάτσα- οι οδηγοί ταξί μοίραζαν τους πελάτες ανάλογα με τις περιοχές, για να παίρνουν πάντα πάνω από έναν.
«Γαλατσίου πας φίλε μου; Μπες μέσα και περίμενε μισό λεπτάκι», είπε αυτός που με διάλεξε, πετώντας το αποτσίγαρό του στο δρόμο. Μπήκα, περίμενα. Μετά από λίγο μπήκε μια κυρία για Νέο Ηράκλειο, ένας ηλικιωμένος για Κυψέλη και μια άλλη φοιτήτρια για Μαρούσι. «Θα πάμε πρώτα τον κύριο Φωκίωνος Νέγρη, το παιδί Γαλατσίου, θα βγούμε Ηράκλειο για τη μαντάμ και μετά καρφί πάνω», εξήγησε ο οδηγός όσο προσπαθούσαμε να χωρέσουμε. Τέσσερις κούρσες σε μία, συν τέσσερις φορές «τα εξτρά» (διαδρομή από σιδηροδρομικό σταθμό και αποσκευές). Τελικά, με άφησε γωνία Δροσοπούλου και Γαλατσίου, ένα χιλιόμετρο από το σπίτι μου, με το 40κιλο σάκο μου στον ώμο: «Δεν σε πειράζει, φιλαράκι, ε; Να βολευτούν όλοι, μην κάνουμε μεγάλη παράκαμψη». Δεν είχα πολλές επιλογές αν ήθελα να σταθώ αλληλέγγυος στους συνεπιβάτες – η «μαντάμ» και η φοιτήτρια είχαν ήδη κάνει κάτι παραπάνω από παράκαμψη.
Περισσός, 2014, ένα σαββατιάτικο πρωινό. Ο 35άρης που κάθεται στη θέση του οδηγού πατάει «παραλαβή πελάτη» στο tablet και ξεκινάμε. Έχει έρθει κάτω από το σπίτι μου έξι λεπτά αφού έκανα ένα κλικ στο κινητό μου – τουλάχιστον δύο δωρεάν εφαρμογές για Android και iOS το επιτρέπουν, προσφέροντας στους πελάτες ένα μεγάλο δίκτυο οδηγών χωρίς καμία έξτρα χρέωση πέρα από ό,τι γράψει το ταξίμετρο.
«Σε ενοχλεί το τσιγάρο;». Ναι, οι ταξιτζήδες καπνίζουν ακόμη – αλλά οι περισσότεροι ρωτάνε πριν το ανάψουν. «Αν κρυώνεις, πες μου», λέει κι ανοίγει το παράθυρο πριν βγάλει τον αναπτήρα. Δεν κρυώνω, ο καιρός είναι καλός. «Αν είναι κι αύριο έτσι, που είναι Κυριακή, θα πάρω τη μηχανή να πάω βόλτα. Αλλά πρέπει να δω και τα παιδιά…». Δύο παιδιά, η γυναίκα του, η μηχανή κι η υπόλοιπη ζωή του έξω από το ταξί: πρέπει να τα χωρέσει όλα σε μια Κυριακή.
Τον ρωτάω από τί ώρα είναι έξω. «Από τις 4 το πρωί. Θα κάτσω μέχρι τις 7 το απόγευμα, δεν βγαίνει αλλιώς το ρεπό». Λογικό, το ταξί δεν είναι δικό του, το νοικιάζει. «Τα πράγματα είναι τόσο χάλια που αν δεν κάτσεις 12 ώρες το λιγότερο στο τιμόνι, μπορεί να μπεις και μέσα» […].
Διαβάστε ολόκληρο το ρεπορτάζ στο 3pointmagazine.gr