Όταν τα δέντρα φόρεσαν ζιπουνάκια και οι τοίχοι σώπασαν
Ζω σε μια γειτονιά με πολλές αφίσες και γκράφιτι στους τοίχους. Μια πολυφωνία ξεχωριστή.
Συνθήματα, ποιήματα, μηνύματα που περιμένουν την απάντησή τους, απλές υπογραφές, καλέσματα σε συνελεύσεις και διαδηλώσεις. Δεν είναι κιτς. Η φθορά του χρόνου ανακυκλώνει σκέψεις και συναισθήματα, οι άχρωμοι τοίχοι γεμίζουν από φωνές.
Ο δήμαρχος Αθηναίων είπε ότι θα σβήσει αυτές τις φωνές. «Πέρυσι τον Αύγουστο αρχίσαμε μία εικαστική παρέμβαση στην οδό Αθηνάς, προκειμένου να σβήσουμε κυρίως τα γκράφιτι. Καταλήγουμε τώρα στην πλατεία Μοναστηρακίου». Τα γκράφιτι λιγόστεψαν, μαζί τους κι οι φωνές που ακούγονταν ή μάλλον διαβάζονταν. «Θέλω να ζήσω», έγραφε σ’ ένα δρόμο του κέντρου, που πλέον έχει ένα λευκό χανζαπλάστ από μπογιά πάνω του.
Η αισθητική είναι υποκειμενική. Δεν αμφισβητώ ότι πολλοί είναι κι αυτοί που θέλουν μόνο λευκούς, ή μάλλον γκρι τοίχους. Σίγουρα αυτή η ιδέα του Γ. Καμίνη βρήκε ανταπόκριση. Από την άλλη ήταν ένα ακόμα λιθαράκι για να φτιαχτεί μια πόλη περισσότερο μουντή, περισσότερο βουβή και άχρωμη.
Μια ιδέα που σβήνει φωνές δεν με συγκινεί, ιδίως όταν προβάλλεται στο πλαίσιο προεκλογικής καμπάνιας.
Φυσικά τα λιγότερα γκράφιτι, δεν είναι και λόγος για ν’ απορρίψεις ως δήμαρχο τον Καμίνη. Όπως αντίστροφα τα πουλόβερ σε δέντρα δεν είναι λόγος να τον ψηφίσεις. Υπάρχουν πολλοί σοβαρότεροι λόγοι για να μην τον ψηφίσεις, όπως οι περικοπές και η λογική διαχείρισης του δήμου σύμφωνα με τις μνημονιακές επιταγές.
Το κυριότερο όμως είναι πως οι Αθηναίοι αισθάνονται ότι δεν έχουν δήμαρχο. Ότι η πόλη είναι στον αυτόματο. Ποτέ καθαρή, αλλά ούτε κι εντελώς παρατημένη. Κάπου στο ουδέτερο. Άχρωμη. Όπως κι οι ιδέες για τη βελτίωσή της.