Black Friday και οι μαύρες μέρες της σύγχρονης ιστορίας
Γράφει η Ντάνα Παπαχρήστου*
Όταν κανείς αναφέρεται σε μια μαύρη μέρα περιμένεις να ακούσεις για μια καταστροφή της οποίας το αποτέλεσμα έχει αντίκτυπο σε πολλούς ανθρώπους άμεσα ή έμμεσα. Στον οπτικοκεντρικό δυτικό πολιτισμό το μαύρο είναι το χρώμα του θανάτου, της πτώσης, της δυστοπίας.
Δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς πληροφορίες για τέτοιες μαύρες μέρες στη σύγχρονη ιστορία:
Η Μαύρη Δευτέρα των χρηματιστηρίων του 1929, του 1987 και του 2015, των μαζικών απολύσεων στο Youngstown το 1977, των ταραχών στην Ιερουσαλήμ το 1990 και της Πολωνίας το 2016.
Η Μαύρη Τρίτη των χρηματιστηρίων του 1929, των βίαιων ταραχών στη Νέα Ζηλανδία το 1912 και στον Καναδά το 1930, της μεγάλης φωτιάς στην Τασμανία το 1967.
Η Μαύρη Τετάρτη της οικονομίας της Αγγλίας το 1992, των σεξουαλικών επιθέσεων στην Αίγυπτο το 2015 (με την αστυνομία να κοιτάει).
Η Μαύρη Πέμπτη των ταραχών της Gdynia το 1970, της Μανίλα το 1987 και της Γουατεμάλα το 2003 και οι Μαύρες Πέμπτες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Μαύρη Παρασκευή των γυναικών το 1910, της εργατικής τάξης στη Σκωτία το 1919 (ή αλλιώς Bloody Friday) και των ανθρακωρύχων της Αγγλίας το 1921, της βίαιης καταστολής των ταραχών στο San Francisco το 1960, στο Ιράν το 1978, στις Μαλδίβες το 2004, στην Ινδία το 2005 και των βομβιστικών επιθέσεων ξανά στην Ινδία το 1993 και το 2015 σε Γαλλία, Κουβέιτ, Σομαλία, Συρία και Τυνησία.
Το Μαύρο Σάββατο των βίαιων καταστολών της Σαμόα το 1911, του Καΐρου το 1952, της Αιθιοπίας το 1974, του Λιβάνου το 1975.
Η Μαύρη Κυριακή της αρχής της πολιορκίας της Sadr στον πόλεμο του Ιράκ και της Βόρειας Ιρλανδίας όπου 26 άοπλοι πολίτες σκοτώθηκαν από Βρετανούς στρατιώτες το 1972 (Bloody Sunday).
Ειδικά οι Μαύρες Παρασκευές, με τις σουφραζέτες, τις εργατικές διαδηλώσεις και τη βίαιη καταστολή που αυτές έτυχαν, είναι ένα σύμβολο για την πάλη των δικαιωμάτων των γυναικών και των εργαζόμενων πάνω στο οποίο στηρίζουμε την ποιότητα ζωής μας σήμερα. Καμία μέρα-γιορτή του καταναλωτισμού δεν θα ήταν δυνατή αν δεν υπήρχαν άνθρωποι που πάλεψαν για τα δικαιώματα αφενός των γυναικών, να έχουν την οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία να καταναλώνουν και αφετέρου των εργαζομένων, ανεξαρτήτως φύλου, να πληρώνονται και να έχουν τον ελεύθερο χρόνο να ξοδεύουν αυτά που κερδίζουν με την εργασία τους.
Πέρα από το πυκνό ιστορικό νόημα, είναι άξιο απορίας πώς ο αμερικάνικος καταναλωτικός θεσμός των χριστουγεννιάτικων εκπτώσεων μετά την Ημέρα των Ευχαριστιών μπορεί να βρει εφαρμογή στην ελληνική, αλλά ακόμα και στην αμερικάνικη αγορά το 2016.
Στην Ελλάδα, με ποσοστά ανεργίας σταθερά πάνω από 20 τοις εκατό, με ευέλικτες σχέσεις εργασίας, με βασικό μισθό λίγο πάνω από τα 500 ευρώ (αν είσαι τυχερός και πληρώνεσαι), το ελληνικό καταναλωτικό σώμα θεωρεί ότι είναι ο καιρός να υιοθετήσει μια καταναλωτική συνήθεια από μια χώρα που σιγά σιγά την εγκαταλείπει.
Η Αμερική από την άλλη είναι μια χώρα με μεγάλο ποσοστό ευέλικτης εργασίας χωρίς εργασιακή και συνεπώς οικονομική ασφάλεια, με μεγάλο πρόβλημα στην αύξηση των στεγαστικών τιμών, όπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι βρίσκονται άστεγοι εκ των οποίων το 44 τοις εκατό δεν εργάζεται, και 43,1 εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας. Άνθρωποι εργάζονται και πληρώνονται, δηλαδή, αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν μία στέγη πάνω από το κεφάλι τους, πόσω μάλλον να σχηματίζουν ουρές από τα χαράματα για να αγοράσουν εκείνο το συνολάκι που είχαν δει στη βιτρίνα με έκπτωση.
Τα στατιστικά δεδομένα είναι αμείλικτα και θλιβερά για τους εργαζόμενους και τους πολίτες παγκοσμίως. Δεν θέλω όμως να σταθώ στα στατιστικά, δεν είναι το πεδίο μου και θεωρώ ότι δε μπορούμε να γνωρίζουμε την ακρίβειά τους σε σχέση με την πραγματικότητα. Αυτό που πραγματικά πρέπει να μας απασχολεί είναι το πότε έγινε η κατανάλωση “in trend” ξανά. Νόμιζα και ήλπιζα ότι αυτή η «μόδα» είχε φύγει ανεπιστρεπτί.
Μπορεί κανείς να δει χωρίς κόπο στο διαδίκτυο και σε όλα τα μέσα τον τρόπο με τον οποίο φτιάχνονται τα ρούχα από τις μεγάλες εταιρείες: τα ανήλικα παιδιά που δουλεύουν για ελάχιστα ευρώ όλη την ημέρα για την παραγωγή των ρούχων που φοράμε μία φορά και μετά πετάμε, την τεράστια οικολογική καταστροφή που δημιουργούν τα ρούχα όλων των ειδών όταν αυτά πετάγονται χωρίς να μπορούν να ξαναχρησιμοποιηθούν, τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων στον τομέα της ένδυσης που καταπατώνται με την πρώτη ευκαιρία, το θανατηφόρο πρότυπο ομορφιάς που επιβάλλεται σε ανθρώπους σε όλον τον πλανήτη προκαλώντας τον ρατσισμό σε όσους δεν εμπίπτουν σε αυτό, το ότι για κάθε τι που καταναλώνουμε, από ρούχα που είναι και το θέμα εδώ μέχρι ένα ποτήρι καφέ, απασχολούμε στην πραγματικότητα εργασιακούς σκλάβους από όλο τον κόσμο.
Και το κυριότερο, δεν έχουμε ακόμα αντιληφθεί στο πετσί μας, έμπρακτα και όχι στα facebook shares, ότι ο καπιταλισμός ζει και διογκώνεται από τη δική μας καταναλωτική συναίνεση στα αίσχη τα οποία προωθεί ως standard μοντέλα εμπορικής και εργασιακής παγκοσμιοποίησης, ειδικά τη στιγμή που κι εμείς μετατρεπόμαστε σε φτηνό εργατικό δυναμικό για τις πιο πλούσιες χώρες βάσει της ίδιας ακριβώς λογικής.
Ότι το μικρό μαύρο φόρεμα, με ποντίκι ή χωρίς, αυτό το αγοραστό αγαθό που θα μας κάνει να αισθανθούμε όμορφα με τον εαυτό μας για δύο ώρες, δεν είναι μαύρο, είναι κόκκινο από τα ματωμένα χέρια ενός ανήλικου ή ενήλικου εργάτη ο οποίος εργάστηκε γι’αυτό 13 ώρες συνεχόμενα για 3 ευρώ το μήνα χωρίς να έχει την εναλλακτική της εκπαίδευσης και χωρίς να έχει την επιλογή της προάσπισης των εργασιακών συμφερόντων του.
Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται πολύ γλαφυρά και πομπώδη, τα ματωμένα χέρια του ανήλικου εργάτη, τα δικαιώματα, ο καπιταλισμός, η εκμετάλλευση. Ακούγονται γλαφυρά και πομπώδη γιατί είναι. Γιατί διαιωνίζουμε τη συνθήκη της σκλαβιάς- απλά οι σκλάβοι είναι τόσο μακρυά μας που δε μας πειράζει. Είναι το ένοχο μυστικό μας κρυμμένο στη ντουλάπα, η βρώμα κάτω από το χαλί, τα σκουπίδια μας στις χωματερές. Γιατί το “in trend” δεν είναι η αστραφτερή κατανάλωση πια, είναι η συνειδητοποίηση ότι η Μαύρη Παρασκευή δεν είναι μαύρη γιατί είναι μια γιορτή εκπτώσεων και αύξησης του τζίρου των καταστημάτων. Είναι μαύρη γιατί μάθαμε να θεωρούμε την κατανάλωση ως ανάγκη και πατάμε επί πτωμάτων για να την καλύψουμε.
Φωτογραφίες: Red Door News Hong Kong; AFP; Reuters; Xinhua
* Η Ντάνα Παπαχρήστου είναι μουσικολόγος, sound artist και υποψήφια διδάκτορας στο Paris VIII και στο Τμήμα Τεχνών Ήχου και Εικόνας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.