Μαρία Κηλαηδόνη: «Χρειάζεται σεβασμός προς αυτόν που εκθέτει την ψυχή του»
Αυτή η βδομάδα ξεκίνησε με ένα πολύ ζεστό, παρά το γενικότερο κρύο, και όμορφο live στη φωλιά της Μαύρης Πάπιας (Black Duck, Χρήστου Λαδά 9Α, Αθήνα), η οποία φιλοξένησε στο μικρό της πάλκο τη Μαρία Κηλαηδόνη και τους μουσικούς της.
Έχοντας ετοιμάσει ένα πρόγραμμα που αγκαλιάζει τόσο τα προσωπικά της κομμάτια, όσο και τις καταβολές της από την ελληνική και τη διεθνή μουσική σκηνή, η Μαρία, με την αγωνία μικρού παιδιού στα μάτια και την ακαταμάχητη γλυκύτητα στο χαμόγελο, ήταν ομολογουμένως η ευχάριστη νότα που εκκίνησε την εβδομάδα.
Και ενώ κομμάτια όπως «Nobody knows you when you’re down and out», «Walking after midnight», «You don’t know me» και «I walk the line» μαρτύρησαν την αγάπη της για τον αμερικανικό νότο, η Μαρία δεν ξέχασε να τιμήσει και την ελληνική μουσική σκηνή, με την επιλογή του «Σαν τη μουσική» της αγαπημένης της Αφροδίτης Μάνου, αλλά και τη «Χαμηλή πτήση» ή τη «Μαίρη», ως περήφανη κόρη του μπαμπά της, Λουκιανού, συνθέτοντας μια μουσική ιστορία που τα 60’s, τα 80’s και το σήμερα έδεναν με έναν αναπάντεχα όμορφο τρόπο, χωρίς καμία υπερβολή και επιτήδευση.
Κάπως έτσι η καρδιά του Βατράχου κατακτήθηκε και φυσικά ακολούθησε μια μικρή κουβέντα έπειτα από την εμφάνισή της: «Πέρασα πάρα πολύ ωραία, νομίζω και ο κόσμος το κατάλαβε αυτό. Είναι λίγος ο καιρός που γνωρίζω αυτό το μαγαζί, μιας και άρχισα να παίζω μουσική ως dj πριν από λίγους μήνες, αλλά ήδη το αγαπώ πολύ. Ένιωσα σαν το σπίτι μου, πολύ οικεία, και επίσης πιστεύω ότι ο κόσμος που ήρθε σήμερα άκουγε πραγματικά και τον ενδιέφερε αυτό που άκουγε».
Εάν ένα πράγμα παραξένεψε το Βάτραχο απολαμβάνοντας την ιστορία της Μαρίας Κηλαηδόνη, αυτό θα ήταν η αντίφαση που ακολουθεί τις επιλογές της αναφορικά με το στίχο. Ενώ η πλειονότητα των αναφορών που συμπεριέλαβε στο πρόγραμμά της είχαν αγγλικό στίχο, αυτό δε συμβαίνει και στα προσωπικά της κομμάτια: «Όταν ξεκίνησα να γράφω στίχους αναρωτήθηκα τι να κάνω. Θα μου φαινόταν λίγο ψεύτικο και ξένο να μιλήσω ξαφνικά στα αγγλικά. Ενώ είναι μια γλώσσα που την ξέρω και τη μιλάω καλά από πολύ μικρή, σκέφτομαι και ζω στα ελληνικά. Εκτός αυτού, πιστεύω ότι είναι μεγαλύτερη πρόκληση και θεωρώ τον ελληνικό στίχο πιο αυθεντικό. Νομίζω ότι και στο μέλλον θα συνεχίσω να κάνω το ίδιο. Η μουσική μου βασίζεται πολύ στο στίχο και πιστεύω πως ο κόσμος ακούει πλέον. Πιστεύω ότι αν χρησιμοποιούσα αγγλικό στίχο, ίσως και αυτά που είχα να πω περνούσαν απαρατήρητα».
Με αφορμή λοιπόν τα προσωπικά της κομμάτια, και ειδικότερα τη «Γκρίνια» που ακούσαμε τη Δυτέρα και συμπεριλαμβάνεται στο πρώτο της album, «Τυρκουάζ», φτάσαμε στην επιλογή της να ακολουθήσει τη μουσική, παραμερίζοντας το έργο της ως κοινωνικής λειτουργού, για το οποίο την προόριζαν οι σπουδές της: «Επιλέγω σίγουρα τη μουσική. Ωστόσο, επειδή είμαι άτομο που δε μπορεί να κάθεται ήσυχο, έχω βρει διάφορους τρόπους να ασχολούμαι με τη μουσική και γύρω από αυτή. Είμαι χρόνια dj και φέτος ξεκίνησα να διαχειρίζομαι τη μουσική σκηνή στο «Πατάρι» (Ακαδήμου 14, Μεταξουργείο) που λειτουργούσε ο μπαμπάς μου. Ήταν πολύ ωραία η δουλειά μου ως κοινωνική λειτουργός και πολύ αποδοτική, αλλά κατάλαβα ότι αν κάποιος έχει στην ψυχή του ένα πάθος, μια αγάπη μεγάλη, πρέπει να την ακολουθήσει. Δε μετανιώνω λοιπόν για αυτήν την επιλογή σε καμία περίπτωση».
Και ενώ μου έχει τύχει πολλές φορές να συζητώ με ελληνικά σχήματα για τις μουσικές σκηνές στην Ελλάδα, βρέθηκα πρώτη φορά απέναντι σε έναν άνθρωπο που έχει γνωρίσει τόσο την πλευρά του μουσικού, όσο και του διαχειριστή. Η σύμπτωση αυτή φυσικά δε θα μπορούσε παρά να είναι ενδιαφέρουσα: «Θυμάμαι ότι ένα βράδυ που έπαιζα η ίδια, υπήρχε μια διχασμένη κατάσταση στο μυαλό μου. Είναι τελείως διαφορετικό να είσαι από την πλευρά της διαχείρισης. Απομυθοποιούνται κάποια πράγματα και καταλαβαίνεις ότι η επιβίωση μιας μουσικής σκηνής είναι ένα πολύ δύσκολο πράγμα. Δυστυχώς, χρειάζεται να έχει κόσμο. Όταν με ρωτούσαν παλιά αν θα φέρω κόσμο, έβριζα από μέσα μου. Δυστυχώς, πλέον καταλαβαίνω ότι αυτό είναι μια πραγματικότητα. Παρόλα αυτά μέχρι τώρα έχουμε φιλοξενήσει σχήματα που μας αρέσουν και οι παραγωγές γίνονται υπό πολύ καλούς όρους. Θέλει πολύ μεγάλη προσπάθεια όμως».
Όσον αφορά ωστόσο το στοιχείο εκείνο που κάθε διαχειριστής οφείλει να σέβεται όταν φιλοξενεί ένα μουσικό στο χώρο του, αυτό για τη Μαρία είναι «αυτό ακριβώς που κάνει». Όπως χαρακτηριστικά είπε και η Μαρία: «Χρειάζεται σεβασμός προς αυτόν που εκθέτει την ψυχή του με κάποιον τρόπο».
Κι αφού ήπιαμε «στις γκάφες και σ’ όλες τις βλακείες», ακούγοντας το «Ίσως κάνουν κι οχτώ», αναζητήσαμε τα αποκούμπια της Μαρίας, τα πράγματα στα οποία στηρίζεται ακόμα κι αν έχει κάνει τη μεγαλύτερη βλακεία, και πίσω από αυτά δεν κρύβονται άλλοι από τους ανθρώπους: «Έχω φίλους που τους αγαπώ πάρα πολύ – έχω κόλλημα μαζί τους, δε μπορώ να σου το εξηγήσω. Σημαντικός είναι ακόμη ο σύντροφός μου, ο σκυλάκος μας. Πιστεύω γενικά πως στις ανθρώπινες σχέσεις είναι η ουσία».
Κλείνοντας τη σύντομη κουβέντα μας, ρίξαμε μια κλεφτή ματιά στον περασμένο Μάιο και στο πρώτο της album «Τυρκουάζ», τη μουσική και το στίχο του οποίου ανέλαβε θαρραλέα μόνη της, παρόλο που ήταν το πρώτο της εγχείρημα: «Είμαι πολύ συγκεντρωτικός άνθρωπος – κακώς βέβαια, γιατί εάν το κάνει κάποιος αυτό για πολλά χρόνια, κουράζεται. Θα ήθελα να το αποβάλω. Από την άλλη ένιωθα ότι αυτό που είχα στο μυαλό μου ήταν τόσο συγκεκριμένο, ώστε δε θα μπορούσα να το εμπιστευτώ εύκολα σε κάποιον άλλο».
Όσον αφορά σε επόμενα σχέδια ωστόσο, η ίδια θα προσπαθήσει να το αλλάξει αυτό, έστω και σε ένα μικρό επίπεδο: «Για το δεύτερο δίσκο έχω κάποιες σκέψεις για ανθρώπους που θα ήθελα πολύ να με βοηθήσουν, κυρίως σε επίπεδο ενορχήστρωσης. Οι στίχοι και η μουσική θα παραμείνουν δικοί μου, αλλά θα ήθελα πολύ να αρχίσω να μοιράζομαι κομμάτια της δουλειάς μου και με άλλους».
Η Μαρία Κηλαηδόνη είναι από εκείνους τους ανθρώπους που προσεγγίζουν την τέχνη τους με γλυκύτητα, ταπεινότητα και χαμόγελο – και για αυτό το λόγο ο Βάτραχος χαίρεται ιδιαίτερα που τη γνώρισε, ενώ αναμένει σύντομα νεότερα για δημιουργικές βραδιές και νέες μουσικές περιπέτειες.