One-night stand vs. Τζάκομο Καζανόβα
Published On 16 January 2015 | Ροδιανός Αντωνακόπουλος - PhilosoFrog
Η σεξουαλική επαφή μια νυκτός (ή μέρας) με κάποιον/α που μόλις γνώρισες και από κοινού δεν επιδιώκετε την περαιτέρω ανάπτυξη της συγκεκριμένης σχέσης. Κάπως έτσι ορίζεται το One–night Stand. Είτε παραμένει να είναι επιθυμητό από κάποιον είτε όχι, μπορεί να συγκαταλέγεται στις εμπειρίες του/της ως ένα νεανικό παραστράτημα, μια τυχαία συγκυρία ή ακόμα και ένα «ατύχημα» λόγο υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ. Κάποτε όμως, αυτή η «στεγνή» σαρκική επιδίωξη περιγραφόταν πολύ πιο ρομαντικά, ως μια τέχνη, αυτή της αποπλάνησης.
Θα ξεκινήσουμε αποδίδοντας το πτυχίο της ευρεσιτεχνίας του “One–night stand” στο ανδρικό φύλλο. Δεν θα γινόταν διαφορετικά μιας και σε με μια γρήγορη ανασκόπηση στην ιστορία της ανθρωπότητας θα βρούμε μύριους διάσημους και άσημους άνδρες που αποπλάνησαν, εκμεταλλεύτηκαν και χειραγώγησαν το «αδύναμο» γυναικείο φύλλο με μοναδικό σκοπό να το κατακτήσουν σεξουαλικά. Αυτοί οι ακόλαστοι χαρακτήρες είναι οι υπαίτιοι για όλα τα δεινά που τραβάμε εμείς οι «αθώοι» σύγχρονοι απόγονοι τους, αλλά ποιος είναι αυτός που κατάφερε στην ιστορία να γίνει το σύμβολο αυτής της αρχαίας «τέχνης» της αποπλάνησης και τι θα πίστευε αν ζητούσαμε την γνώμη του για το One–night stand του 21ου αιώνα;
Ο Τζάκομο Καζανόβα (Giacomo Girolamo Casanova, 1725 – 1798) είναι ένα ιστορικό πρόσωπο. Ήταν ένας Ιταλός τυχοδιώκτης και συγγραφέας. Αν και πιστεύεται ότι ήταν η έμπνευση για την όπερα Don Giovanni (Don Juan στα Ισπανικά) αυτό δεν ισχύει. Μάλιστα, υποστηρίζεται ότι ήταν παρών στην πρεμιέρα της όπερας του Μότσαρτ στην Πράγα το 1787. Δυστυχώς η μοναδική πηγή για τα κατορθώματα του Καζανόβα είναι η βιογραφία του την οποία έγραψε ο ίδιος («Histoire de ma vie», Ιστορία της ζωής μου, 1794). Έτσι πολλά από αυτά που περιγράφονται μέσα στο βιβλίο μπορεί να είναι υπερβολές ή φανταστικές εμπνεύσεις του συγγραφέα αλλά όπως και να έχει δεν παύει να θεωρείται ως μια από τις πιο αυθεντικές πηγές των εθίμων και κανόνων της ευρωπαϊκής κοινωνικής ζωής κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα.
Το βιβλίο του θα μπορούσε να είναι το αντίστοιχο του Breakfast at Tiffany’s του Τρούμαν Καπότε για τον 18ο αιώνα. Δεν βρισκόμαστε στην Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1950 αλλά στην Δυτική Ευρώπη. Ο κεντρικός ήρωας δεν είναι η Holly Golightly, μια νέα, όμορφη και υπερδραστήρια κοπέλα που έχει τον στόχο να παντρευτεί ένα πλούσιο γαμπρό, με αποτέλεσμα να αδιαφορεί για το συναίσθημα και να εμπλέκεται συχνά με διαφόρους και ο συγγραφέας να την ονομάζει Αμερικανίδα γκέισα, αλλά ένας άντρας επίσης υπερδραστήριος. Και αυτός ξεκίνησε με περιορισμένους πόρους (αν και σπούδασε νομική καταγόταν από φτωχή οικογένεια και αναγκαζόταν να παίζει βιολί σε ταβέρνες όταν ήταν νέος) και επιδίωξε να αναρριχηθεί στα ανώτερα στρώματα της τότε αριστοκρατικής κοινωνίας. Καταφέρνει να ζήσει απίστευτες εμπειρίες και να γνωρίσει τις διασημότερες προσωπικότητες της εποχής. Σχεδόν όμως κάθε του στιγμή στην ζωή συνοδεύεται παράλληλα από έναν ασταμάτητο αγώνα σαγήνευσης του γυναικείου φύλλου.
Ο Καζανόβα δεν μοιράζεται τον ρομαντισμό με την έννοια που αποτυπώνετε στα ποιήματα της εποχής του. Για αυτόν ο ρομαντισμός είναι ο περιστασιακός έρωτας, το σεξ, τα παιχνίδια στην κρεβατοκάμαρα, η διεκδίκηση μιας γυναίκας, η μάχη για να την σώσεις από κάποιον που την βασανίζει ή να την υπερασπιστείς. Στην ανώτερη κοινωνικά τάξη που κινείται, οι γάμοι συνήθως είναι αποτέλεσμα οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων με αποτέλεσμα οι εξωσυζυγικές σχέσεις να είναι συχνές. Οι ίντριγκες, οι κίνδυνοι και οι ανθρώπινες αδυναμίες είναι αυτά που τον γοητεύουν. Δεν γοητεύεται από το εύκολο. Συμβουλεύει μάλιστα να αποφεύγεται η πολύ εύκολη γυναικά αλλά σοφά συμπληρώνει και η πολύ δύσκολη. Δεν θα χρησιμοποίησει ποτέ την βία ή το ποτό για να κερδίσει μια γυναικά. Θέλει να την γοητεύσει με πράξεις. Θέλει να τρυπώσει ύπουλα στην καρδιά και το μυαλό της.
Το ενδιαφέρον, η προσοχή πάνω της και οι μικρές χάρες, είναι αυτά που προτείνει να χρησιμοποιηθούν πρώτα για να «μαλακώσουν» την καρδιά μιας γυναίκας. Όχι τα λόγια. Λέει ότι «ένας άνθρωπος που κάνει γνωστή την αγάπη του με τα λόγια, είναι απλά ένας ανόητος». Για να γίνει ποιο κατανοητός ξεκαθαρίζει ότι η λεκτική επικοινωνία είναι πολύ σημαντική λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «ο έρωτας χωρίς ομιλία, μειώνει την ευχαρίστηση της αγάπης τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα» αλλά τα λόγια αγάπης πρέπει να είναι σιωπηρά και όχι θαρραλέα.
Αυτός ο υπαρκτός Δον Ζουάν, αγαπά τον εαυτό του, αγαπά την γυναίκα με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, αλλά πάνω από όλα αγαπάει το «παιχνίδι» της κατάκτησης της. Ο ίδιος γράφει στην αυτοβιογραφία του: «Καλλιέργησα ό, τι έδωσε χαρά στις αισθήσεις μου και πάντα ήταν η κύρια δραστηριότητα της ζωής μου. Δεν βρήκα ποτέ, οποιοδήποτε επάγγελμα, πιο σημαντικό. Νιώθοντας ότι γεννήθηκα για το άλλο φύλο, πάντα το αγαπούσα και έκανα όλα αυτά που θα μπορούσαν να κάνουν τον εαυτό μου να αγαπηθεί από αυτό».
Για αυτόν λοιπόν τον «τύπο», τον μέγα “αποπλανητή”, που έφτασε αυτό που εμείς αποκαλούμε φλερτ σε άλλο επίπεδο, το one–night stand θα ήταν κάτι αντιπαθητικό και ανούσιο. Ευτελές και άσκοπο. Θα το δικαιολογούσε στις νεαρές ηλικίες λόγο απειρίας, αλλά ποτέ δεν θα το δεχόταν ως αυτοσκοπό σε έναν ώριμο άνδρα που σέβεται τον εαυτό του. Θα ήταν κάτι μειονεκτικό και προσβλητικό για αυτόν. Ίσως δεν θα είχε ενστάσεις και δυσκολία να δεχτεί την διακοπή της επικοινωνίας που ακολουθεί ή την μη συνέχιση της σχέσης, αν ακόμα και αυτό θα το «ρομαντικοποιούσε». Θα το δικαιολογούσε ίσως σαν ένα αναπόφευκτο στάδιο στο δήθεν απαγορευμένο έρωτα τους λόγο της ύπαρξης κάποιου συζύγου ή ίσως λόγο κάποιου αναμενόμενου ταξιδιού ή ακόμα και λόγο της υπερβολικής αγάπης, που η υπέρμετρη ευτυχίας της, σε τρομάζει από την πιθανή απώλεια της και αναγκάζεσαι να την απαρνηθείς νωρίς για να αποφύγεις τον πιθανώς αβάσταχτο πόνο που εκκολάπτει … και αλλά τέτοια.
Φυσικά πάντα θα υπάρχει και ο αντίλογος από άλλες λαμπρές προσωπικότητες με λιγότερη ιπποτική διάθεση, όπως αυτή του Woody Allen, ο οποίος υποστηρίζει ότι ναι μεν «Το σεξ χωρίς έρωτα είναι μια ανούσια εμπειρία, αλλά από όλες τις ανούσιες εμπειρίες, είναι η πιο καλή». Τα δυο άκρα που σε κάθε κατάσταση στέκονται σαν δυο προβολείς που θα φωτίζουν προς τη μέση της απόστασης που τους χωρίζει, εκεί που πάντα κρύβεται η ιδανικότερη των λύσεων.