Γιατί η ποσοτική χαλάρωση δεν θα σώσει την ευρωπαϊκή οικονομία
Η τελική ευθύνη είναι πολιτική, όχι της ΕΚΤ και η αποτυχία θα είναι παγκόσμια, όχι μόνο ευρωπαϊκή.
Τώρα που η παγκόσμια χρηματιστηριακή ευφορία είναι τέτοια που ο δείκτης Standard and Poor’s έφτασε τις 2000 μονάδες για πρώτη φορά στην ιστορία του, είναι χρήσιμο να δούμε πως αυτό συμβαδίζει με την πολιτική των Κεντρικών Τραπεζών και με τις οικονομίες των δυτικών χωρών, όπου τα πράγματα δεν είναι τόσο αισιόδοξα όσο τα χρηματιστήρια δείχνουν.
Το υψηλότερο ιστορικά ρεκόρ του δείκτη Standard and Poor’s συνδέεται ευθέως με το υψηλότερο ιστορικά ρεκόρ υπερβάλλουσας ρευστότητας παγκοσμίως, με προπομπό τις ΗΠΑ και την ΕΚΤ έτοιμη να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο.
Στις ΗΠΑ η ποσοτική χαλάρωση έγινε σε τρία στάδια:
Τον Νοέμβριο του 2008 η Fed αγόρασε τιτλοποιημένα στεγαστικά, χρεόγραφα του αμερικανικού Δημοσίου και άλλους τίτλους ύψους συνολικά 2,1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Τον Ιούνιο του 2009 η Fed ανακοίνωσε το τέλος της χαλάρωσης. Πριν περάσουν τρεις μήνες η Fed άρχισε δεύτερο γύρο με αγορά ίδιων τίτλων ύψους 600 δις δολαρίων και επένδυσε επιπλέον 300 δις σε αυτούς από τα κέρδη της προηγούμενης επένδυσης! Κατόπιν μπήκε στο τρίτο στάδιο και αγοράζει τίτλους 85 δις δολαρίων τον μήνα μέχρι τον Ιούνιο του 2013 όπου η Fed ανακοίνωσε σταδιακή μείωση των μηνιαίων αυτών αγορών, το περίφημο tapering, το οποίο έτσι θα τελειώσει το φθινόπωρο του 2014 και μετά είναι άγνωστο αν θα ξαναρχίσει.
Οι κινήσεις αυτές έδωσαν μια υπέρμετρη ρευστότητα στις αγορές αλλά δεν υπήρξε ανάλογη βελτίωση των οικονομιών. Συγκεκριμένα για κάθε 4 δολάρια νέου χρέους το ΑΕΠ των ΗΠΑ αυξήθηκε κατά μόνο 1 δολάριο.
Η ΕΚΤ και η ποσοτική χαλάρωση
Σε αυτή την συγκυρία πραγμάτων ο κ. Ντράγκι με τις πρόσφατες δηλώσεις του προσέφερε μια νέα θεώρηση της κατάστασης. Διαπιστώνοντας την αναπτυξιακή καχεξία της Ευρώπης που χειροτέρεψε λόγω ουκρανικών κυρώσεων και αντικυρώσεων, καθώς και τον αυξανόμενο κίνδυνο αποπληθωρισμού, έκανε δύο μεγάλα βήματα, που τον έφεραν στο κατώφλι της ποσοτικής χαλάρωσης.
Αποφάσισε ουσιαστικό μηδενισμό του επιτοκίου δανεισμού της ΕΚΤ και αρνητικά επιτόκια για τις καταθέσεις σε αυτήν. Ανακοίνωσε επίσης αγορές καλυμμένων ομολόγων και άλλες ενισχύσεις της ρευστότητας. Το ύψος των αγορών αυτών, με δεδομένο ότι προέβλεψε αύξηση του ισολογισμού της ΕΚΤ από 2 τρις € στα 3 τρις €, θα είναι περίπου ένα τρις € με πιθανότερη την εκταμίευση των πρώτων 700 δις το επόμενο εξάμηνο.
Αυτό θα αυξήσει ακόμη περισσότερο την προσφορά χρήματος η οποία είναι ήδη μεγαλύτερη της ζήτησης. Οι πράξεις ποσοτικής χαλάρωσης μόνο των χωρών ΗΠΑ, Ιαπωνίας, Μ. Βρετανίας και ΕΚΤ, γνωστών ως G-4, αύξησαν την τελευταία τετραετία την προσφορά χρήματος κατά πλέον του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων τον χρόνο. Έτσι οι ειδικοί υπολογίζουν ότι, ενώ η προσφορά χρήματος παγκοσμίως είναι 68 τρις δολάρια, αυτή υπερβαίνει κατά 5 τρις δολάρια την μεσοπρόθεσμη ζήτηση. Η προσφορά αυτή χρήματος παγκοσμίως, αυξήθηκε από το 2008 κατά 15 τρις δολάρια ή 29%! Τα περισσότερα από αυτά απορροφήθηκαν σε χρηματιστηριακές δραστηριότητες και όχι στην πραγματική οικονομία.
Η πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ μαζί με αυτές που όλοι περιμένουν ότι θα ακολουθήσουν, δηλαδή αυτή της καθαρής ποσοτικής χαλάρωσης, θα αυξήσουν ακόμη περισσότερο την προσφορά χρήματος.
Το πρόβλημα της ευρωπαϊκής οικονομίας
Είναι βέβαιο ότι ο κ. Ντράγκι παίρνει τα μέτρα αυτά για να βοηθήσει την παραπαίουσα ανάπτυξη της Ευρωζώνης που φέτος θα είναι κάτω από το 1% και η οποία οφείλεται, στο μεγαλύτερο της ποσοστό, σε ένα μόνο κράτος, την Γερμανία.
Είναι επίσης βέβαιο ότι η ευρωπαϊκή οικονομία νοσεί. Η Γαλλία για τρίτη φορά δεν θα πετύχει τον στόχο της μείωσης του ελλείμματος της. Θα έχει φέτος 4,5% έλλειμμα και μόνο 0,4% αύξηση του ΑΕΠ της, δηλαδή για κάθε 11 ευρώ νέου χρέους θα έχει μόνο ένα ευρώ ανάπτυξη. Η Ιταλία παρομοίως θα έχει μηδενική αύξηση του ΑΕΠ φέτος και έλλειμμα πάνω από 3% – και τα πράγματα είναι χειρότερα για την Ισπανία και τον Νότο.
Για να επιτευχθεί ο στόχος της ανάπτυξης απαιτείται και ταυτόχρονη εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Για να επιτευχθεί η εξυγίανση αυτή, χωρίς την οποία οι ευρωπαϊκές χώρες είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα χρεοκοπήσουν, απαιτείται ανάπτυξη που να δίνει μέσους ετήσιος όρους πρωτογενούς πλεονάσματος τέτοιους ώστε να φθάσει την δεκαετία 2020-30 στο 5,6% για την Ιρλανδία, 6,6% για την Ιταλία, 5,9% για την Πορτογαλία, 4% για την Ισπανία και 7,2% για την Ελλάδα.
Η αδυναμία να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης των ευρωπαϊκών οικονομιών διαχρονικά είναι φθίνοντες, φαίνεται στο κατωτέρω διάγραμμα.
Αυτό είναι το πραγματικό άγος της Ευρώπης. Δεν μπορεί να απογειώσει την οικονομία της, γιατί δεν βελτιώνει την παραγωγικότητα της.
Οι ρυθμοί ανάπτυξης που απαιτούνται είναι δεκαπλάσιοι της τρέχουσας πραγματικότητας και απολύτως δύσκολοι στην επίτευξη τους χωρίς δομικές, οικονομικές και κυρίως κοινωνικές αλλαγές που οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, τουλάχιστον επί του παρόντος, δεν αποδέχονται.
Πόσο καιρό μια κοινωνία μπορεί να δέχεται την δημιουργία μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων τα οποία θα πηγαίνουν για την εξυπηρέτηση, της αφηρημένης για τους περισσότερους, έννοιας του δημοσίου χρέους; Είδαμε στην Ελλάδα, αμέσως μόλις δημιουργήθηκε ένα πρωτογενές πλεόνασμα, τον διαγκωνισμό των κοινωνικών τάξεων και των κοινοβουλευτικών τους εκπροσώπων για την διανομή του σε αυτές.
Το πλεόνασμα προσφοράς χρήματος και η κατανομή του
Το πλέον ανησυχητικό όμως είναι η αδυναμία απορρόφησης της πλεονάζουσας προσφοράς χρήματος από την πραγματική οικονομία. Η ανάπτυξη γίνεται όταν η πραγματική οικονομία μπορεί να απορροφήσει το προσφερόμενο χρήμα και να αναπτυχθεί κερδοφόρα, εξ αιτίας αυτού και της αγοράς. Εδώ βρίσκεται η ουσιαστική δυσκολία. Η ιδιωτική κατανάλωση είναι αδύναμη και δεν μπορεί να απορροφήσει τα προϊόντα του προσφερόμενου χρήματος, οι δε δημόσιες επενδύσεις, που μπορούν να είναι η ατμομηχανή της ανάπτυξης, επί του παρόντος είναι καχεκτικές, αφού τα υπερχρεωμένα κράτη προτιμούν να μειώνουν αυτές από το να μειώνουν κοινωνικές δαπάνες, και δεν υπάρχει ακόμη πρόβλεψη για χρηματοδότηση πανευρωπαϊκών δημοσίων επενδύσεων χρηματοδοτούμενων από την ΕΚΤ.
Η προσφερόμενη τραπεζική πίστωση όχι μόνο δεν αυξάνει αλλά μειώνεται και φέτος κατά 2%. Αυτό που απομένει για την πλεονάζουσα προσφορά χρήματος, τώρα που τα επιτόκια καταθέσεων στην ΕΚΤ είναι αρνητικά, είναι η αγορά και άλλου δημοσίου χρέους ή/και η τοποθέτηση του σε χρηματιστηριακές δραστηριότητες.
Η τοποθέτηση της υπερβάλλουσας ρευστότητας σε κρατικά ομόλογα σώζει επί του παρόντος τα Ευρωπαϊκά Κράτη από την χρεοκοπία, όμως ο χρονικός ορίζοντας εξόφλησης συρρικνώνεται συνεχώς. Από το 2010 έως το 2014 η Ιταλία από 7,2 έτη μέση διάρκεια δανεισμού, έφτασε τώρα τα 6,3 έτη, η δε Ισπανία τα 5,6 έτη.
Η Ισπανία το επόμενο έτος χρειάζεται ανανέωση χρηματοδότησης 130 δις ευρώ, 30 δις ευρώ για τόκους και άνω των 60 δις ευρώ για να καλύψει το έλλειμμα της, σύνολο 220 δις ευρώ.
Η Ιταλία το επόμενο έτος θα χρειασθεί 250 δις ευρώ για ανανέωση χρεους, 56 δις ευρώ για τόκους και 70 δις ευρώ για να καλύψει το έλλειμμα της, σύνολο 376 δις ευρώ.
Μαζί αυτές οι δυο χώρες χρειάζονται το ισοδύναμο του 60% της επιπλέον ρευστότητας που θα δημιουργήσει η ΕΚΤ και ευτυχώς που υπάρχει αυτό το κλίμα ώστε οι δανειστές να ανανεώσουν τα δάνεια αν θέλουν, ή οι Τράπεζες, κυρίως οι εθνικές, να αγοράσουν και άλλο χρέος δανειζόμενες από την ΕΚΤ, γιατί αλλιώς οι αγορές θα ζητούσαν πολύ βαρύτερους ή και αδύνατους να ικανοποιηθούν όρους.
Ταυτόχρονα δημιουργείται ένα συμπληρωματικό όφελος για την ευρωζώνη διότι μειώνεται η ισοτιμία του ευρώ και διευκολύνονται οι εξαγωγές, κυρίως των αδυνάτων χωρών.
Παρ’ όλο που οι δανειακές ανάγκες των Κρατών είναι μεγάλες, η διαθέσιμη ρευστότητα είναι ακόμη μεγαλύτερη και αφού δεν απορροφάται από την πραγματική οικονομία πηγαίνει να ενισχύσει τα χρηματιστήρια, γι’ αυτό οι μετοχές έχουν άνοδο που δεν δικαιολογείται από την κερδοφορία τους. Η περίπτωση των ΗΠΑ είναι χαρακτηριστική αλλά όχι η μόνη. Οι μετοχές αποτιμώνται εκεί σε πάνω από πενήντα φορές το ετήσιο μέρισμα τους και η κατάσταση αυτή θα συντηρείται όσο το τραπεζικό επιτόκιο είναι χαμηλό και ο τραπεζικός κίνδυνος καταθέσεων λόγω bail-in είναι μεγάλος.
Η κατάσταση είναι αυτή που δείχνει το ανωτέρω γράφημα. Το ύψος του χρηματιστηρίου των ΗΠΑ όπως επισημάναμε στην αρχή του κειμένου αλλά και άλλων χρηματιστηρίων είναι υψηλότερο παρά ποτέ. Κανείς δεν κάνει πίσω, η πτώση όμως θα έρθει με ιστορική βεβαιότητα. Τότε ίσως οι κυβερνήσεις πάρουν μέτρα που θα ήταν ηπιότερα και αποτελεσματικότερα αν τα έφερναν τώρα.
Το εναλλακτικό είναι η εμφάνιση πολιτικών απατεώνων που υπόσχονται λύση αρκεί να ψηφισθούν στην εξουσία- είδαμε πρόσφατα στην Ευρώπη που οδηγούν αυτές οι καταστάσεις.
Ο κ. Ντράγκι, με την αυτοσυγκράτηση που επιβάλλεται σε κεντρικό τραπεζίτη, ζήτησε από τις Κυβερνήσεις να συνεργασθούν με την ΕΚΤ για να επιτευχθούν οι απαιτούμενοι ρυθμοί ανάπτυξης. Ζήτησε ουσιαστικά να γίνουν μεγάλες δημόσιες επενδύσεις, γιατί από μόνα τους τα χρηματοπιστωτικά εργαλεία που διαθέτει μπορούν να αποτρέψουν την καταστροφή, δεν μπορούν όμως χωρίς την σύνδεση τους με κυβερνητικές δραστηριότητες να οδηγήσουν την ανάπτυξη.
Ο κ. Ντράγκι έθεσε και τις Βρυξέλλες και τις κυβερνήσεις προ των ευθυνών τους. Δομικός εκσυγχρονισμός, αναμόρφωση του κοινωνικού κράτους, διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας.
Η τελική ευθύνη είναι πολιτική, όχι της ΕΚΤ και η αποτυχία θα είναι παγκόσμια, όχι μόνο ευρωπαϊκή.
* Περισσότερα άρθρα στο www.kassandros.gr