Δέκα λόγοι που δεν ξεχνάμε τον Ray Charles
Δέκα χρόνια συμπληρώθηκαν από τον θάνατο του Ray Charles και ο Βάτραχος μετράει δέκα λόγους που δεν τον έχουμε ξεχάσει – κι ούτε πρόκειται.
Άρχισε να χάνει την όρασή του όταν ήταν πέντε ετών και είχε τυφλωθεί εντελώς δυο χρόνια αργότερα. Στα 10 του έχασε τον πατέρα και στα 15 τη μητέρα του. Τότε παράτησε το σχολείο κι άρχισε να παίζει πιάνο για διάφορες μπάντες, κερδίζοντας 4 δολάρια τη βραδιά. Λίγους μήνες αργότερα φόρεσε για πρώτη φορά τα γυαλιά ηλίου που θα γινόντουσαν το σήμα κατατεθέν του. Ήταν 1946 και ο ορφανός, τυφλός πιανίστας από την Georgia ετοιμαζόταν να γίνει διάσημος.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Ray Charles κυκλοφόρησε πάνω από 50 albums και 127 singles, ενώ σταμάτησε να περιοδεύει μόλις λίγους μήνες πριν το θάνατό του. Όταν έφυγε από τη ζωή, στις 10 Ιουνίου του 2004, είχε ήδη αναγνωριστεί ως ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες στην ιστορία.
Δέκα χρόνια αργότερα, έχουμε τουλάχιστον δέκα λόγους να τον θυμόμαστε.
1. Γιατί άνοιξε το δρόμο για το rock ‘n’ roll και τη soul
Το 1954, ο Ray Charles συνδύασε με μοναδικό τρόπο στοιχεία της jazz, της blues και της gospel μουσικής, για να φτιάξει ένα είδος rhythm ‘n’ blues που δεν είχε ακουστεί ποτέ μέχρι τότε.
To “I Got A Woman” ήταν το πρώτο no. 1 του Ray Charles στο R&B chart αλλά και ένα από τα τραγούδια που έθεσαν τις βάσεις για να γεννηθεί η soul μουσική λίγα χρόνια αργότερα. Ταυτόχρονα, επηρέασε σε πολύ σημαντικό βαθμό το rock ‘n’ roll, που ετοιμαζόταν να κατακτήσει την Αμερική και ολόκληρο τον κόσμο.
2. Γιατί έκανε την gospel σέξι
«Ο διάλογος με τις τραγουδίστριες που κάνουν τα φωνητικά ξεκίνησε στην εκκλησία και κατέληξε στην κρεβατοκάμαρα», είπε ένας κριτικός όταν άκουσε το “What’d I Say”, που κυκλοφόρησε το 1959. Το τραγούδι αρχικά “κόπηκε” από πολλούς ραδιοφωνικούς σταθμούς λόγω της προφανούς ερωτικής φύσης των στίχων και των επιφωνημάτων που αντάλλαζαν ο Ray Charles με τις Raelletes. Ειδικά για το μαύρο ακροατήριο, το πρόβλημα ήταν ότι για πρώτη φορά παρουσιαζόταν ένα τέτοιο μείγμα gospel και R&B. Αντίστοιχα, σε μια εποχή που ο φυλετικός διαχωρισμός στις ΗΠΑ ίσχυε φυσικά και στη μουσική, κάποιοι κριτικοί υποστήριξαν ότι η “μαύρη” gospel πουλιόταν σε λευκούς σε “κοσμική συσκευασία”.
Παρά τις απαγορεύσεις και τις κριτικές, οι παραγγελίες από τα δισκάδικα αυξάνονταν και το τραγούδι σκαρφάλωσε σταδιακά στην κορυφή του R&B chart αλλά και στο no. 6 του Billoard Hot 100. Το single έγινε έτσι ο πρώτος χρυσός δίσκος και ταυτόχρονα το πρώτο “mainstream” hit του Ray Charles. Το “What’d I Say”, όμως, δεν ήταν σημαδιακό μόνο για τον ίδιο, αλλά και για την ιστορία της μουσικής: «συνδέοντας ξεδιάντροπα την πνευματικότητα με τη σεξουαλικότητα […] εναρμόνισε τις ζωές του αμαρτωλού του Σαββατόβραδου και του πιστού της Κυριακής – που συχνά ήταν ο ίδιος άνθρωπος», έγραψε ο κριτικός Nelson George. Με άλλα λόγια, όπως είπε ο κιθαρίστας Lenny Kaye, «μέσα σε μια στιγμή δημιουργήθηκε η μουσική που λέγεται Soul. Αλληλούια!»
3. Γιατί ήταν από τους πρώτους που έκαναν mainstream τη “μαύρη μουσική”…
Ελάχιστοι μαύροι μουσικοί πριν τον Ray Charles γνώρισαν αντίστοιχη επιτυχία στα pop charts και το λευκό ακροατήριο των ΗΠΑ. Μαζί με αστέρια του rock ‘n’ roll όπως οι Little Richard και Fats Domino άνοιξε τις πόρτες των “λευκών” ραδιοφώνων και συναυλιακών χώρων στην επόμενη γενιά των μαύρων τραγουδιστών (James Brown, Otis Redding, Aretha Franklin κ.α.). Ήδη από το 1958 ο Ray Charles δεν έπαιζε μόνο στα γνωστά “μαύρα” θέατρα όπως το Apollo Theater αλλά εμφανιζόταν ως “πρώτο όνομα” σε διοργανώσεις όπως το Newport Jazz Festival.
Επιπλέον, εκμεταλλευόμενος την εμπορική του επιτυχία, κατάφερε όχι μόνο να εξασφαλίσει υψηλά δισκογραφικά συμβόλαια και μεγάλες αμοιβές για τις περιοδείες του, αλλά και μία πρωτοφανή -για τους μαύρους μουσικούς της εποχής- δημιουργική ελευθερία.
4. …αλλά έπαιξε μέχρι και country
Παρότι γνώριζε μεγάλη επιτυχία ως “pop”, πλέον, καλλιτέχνης, ο Ray Charles δεν σταμάτησε ποτέ να πειραματίζεται με όλα τα μουσικά είδη που αγαπούσε. Από το 1959 μέχρι το 1961 κυκλοφόρησε albums αφιερωμένα στην jazz (Genius + Soul = Jazz, The Genius After Hours) και την blues (The Genius Sings the Blues), ενώ ασχολήθηκε εκτενώς και με την country.
Στο album Modern Sounds in Country and Western Music του 1962 περιέλαβε μια διασκευή στo “I Can’t Stop Loving You” του τραγουδιστή της country Don Gibson. Το τραγούδι έφτασε στην κορυφή των αμερικάνικων και αγγλικών charts, ενώ ο δίσκος και το sequel Modern Sounds in Country and Western Music vol. 2 θεωρείται ότι συνέβαλαν στο να επανέλθει η country στο προσκήνιο της αμερικάνικης μουσικής.
5. Γιατί το “Hit The Road, Jack” δεν παλιώνει ποτέ
Πιθανότατα το πιο δημοφιλές τραγούδι του Ray Charles στην Ελλάδα, όταν κυκλοφόρησε το 1961 τού πρόσφερε άλλο ένα no. 1 hit αλλά και το δεύτερό του Grammy (το πρώτο βραβείο είχε έρθει έναν χρόνο νωρίτερα με το “Georgia on My Mind”).
Το “Hit The Road, Jack” έχει διασκευαστεί από δεκάδες καλλιτέχνες, περιλαμβάνεται στη λίστα με τα 500 καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών του περιοδικού Rolling Stone και φυσικά στην playlist αμέτρητων πάρτυ μέχρι σήμερα.
6. Για αυτή την σκηνή στο The Blues Brothers:
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 η μουσική του Ray Charles σταμάτησε να παίζεται τόσο συχνά στο ραδιόφωνο, παρότι ο ίδιος συνέχισε να ηχογραφεί και να προσελκύει τεράστια ακροατήρια στις συναυλίες του. Τη δεκαετία του ’80 οι νεότερες γενιές τον έμαθαν κυρίως από τις εμφανίσεις του σε τηλεοπτικές εκπομπές και ταινίες. Στη γνωστή κωμωδία του 1980, The Blues Brothers, υποδύεται τον ιδιοκτήτη ενός καταστήματος μουσικών οργάνων που πείθει την μπάντα να αγοράσει ένα ηλεκτρικό πιάνο παίζοντας το “Shake A Tail Feather”.
7. Γιατί ακόμη και στα 70 του έπαιζε έτσι:
Στις 22 Νοεμβρίου του 2000, ο Ray Charles επέστρεφε στο φημισμένο θέατρο Olympia του Παρισιού σχεδόν 40 χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση εκεί. Ωστόσο, η big band και οι Raelletes δεν έφτασαν ποτέ στη Γαλλία, καθώς είχαν μείνει στο αεροδρόμιο της Λισαβόνας λόγω μιας απεργίας των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας. Στα 70 του, έχοντας μαζί του μόνο τον ντράμερ, τον μπασίστα και τον κιθαρίστα του, ο Ray Charles προετοίμασε στο ξενοδοχείο ένα διαφορετικό πρόγραμμα προσαρμόζοντας τις ενορχηστρώσεις των κομματιών και πρόσφερε στο κοινό μία μοναδική συναυλία.
8. Για τον τρόπο που τον υποδύθηκε ο Jamie Foxx στο Ray
Όσοι δεν ήξεραν τον Ray Charles, τον έμαθαν από το Ray, αδιαμφισβήτητα μία κορυφαία βιογραφική ταινία. Ο ίδιος είχε εγκρίνει το σενάριο και επρόκειτο να παρευρεθεί στην πρεμιέρα, αλλά πέθανε τον Ιούνιο του 2004, λίγους μήνες πριν την ολοκλήρωση της παραγωγής.
Το Ray χάρισε στον Jamie Foxx το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου και δικαίως, καθώς ο ηθοποιός, όπως σημείωσε ένας κριτικός, «κατόρθωσε το αδύνατο: η ακτινοβολία του προσεγγίζει το χάρισμα του καλλιτέχνη που υποδύεται […]. Είναι η μόνη φορά που ένας ηθοποιός ζωντάνεψε πλήρως ένα pop ίνδαλμα στην οθόνη».
9. Γιατί δεν ήταν τέλειος (και δεν το έκρυβε)
Ο Ray Charles παντρεύτηκε μόνο δύο φορές αλλά έκανε 12 παιδιά με 10 διαφορετικές γυναίκες. Έχει παραδεχτεί δημόσια ότι πολλές από τις ακροάσεις για τις Raelletes κρίνονταν περισσότερο… στον καναπέ παρά στο στούντιο.
Όταν συνελήφθη για κατοχή μαριχουάνας και ηρωίνης το 1961, δήλωσε ότι ήταν χρήστης από τα 16 του. Μόνο μετά τη δεύτερη σύλληψή του, το 1964, συμφώνησε να κάνει αποτοξίνωση για να αποφύγει τη φυλακή. Αλλά και μετά την απεξάρτησή του, δεν δίστασε να κάνει σαφείς αναφορές στα ναρκωτικά με τραγούδια όπως τα “I Don’t Need No Doctor” και “Let’s Go Get Stoned”.
10. Γιατί τελικά, ίσως ήταν σημαντικότερος και από τον Elvis
«Μπορεί να ακούγεται σαν ιεροσυλία, αλλά νομίζω ότι ο Ray Charles ήταν σημαντικότερος από τον Elvis Presley», είπε στο Rolling Stone o Billy Joel. Από μία άποψη η προσφορά του Ray Charles είναι πράγματι ασύγκριτη. Δεν ήταν μόνο η μοναδική του φωνή, η τεχνική του στο πιάνο και το τεράστιο εύρος των μουσικών ειδών που υπηρέτησε άψογα. Έπαιξε “μαύρη” μουσική στους λευκούς και “λευκή” μουσική στους μαύρους, επηρεάζοντας τελικά από τον Otis Redding και τον Stevie Wonder μέχρι τους Beatles και τον Van Morrison.
Ίσως δεν είναι εύκολο να συμφωνήσει κανείς με τον Billy Joel. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι ο Ray Charles υπήρξε μία αξεπέραστη ιδιοφυΐα που δεν θα ξεχαστεί όσο παίζεται μουσική.