Και τώρα;
In memoriam H.M.
Εδώ και κάποιες μέρες η μαμά μου δεν ήταν όπως παλιά. Τριγυρνούσε στο σπίτι σκεφτική, ανόρεχτη και απόμακρη.
Το πρωί ετοίμαζε το πρωινό μας μηχανικά, χωρίς εκείνη τη χαρακτηριστική της ζωηράδα που πάντα με έκανε να παίρνω μπρος και να χοροπηδώ παντού στην κουζίνα, μόνο και μόνο για να την ευχαριστήσω. Γιατί εγώ από φυσικού μου είμαι λίγο τεμπέλα και το χουζούρι μου το αγαπώ! Μετά έφευγε για τη δουλειά με ένα γρήγορο χάδι στο κεφάλι κι ένα χαρούμενο, τελευταίο βλέμμα από την εξώπορτα. Έμενα μόνη στο μεγάλο σαλόνι αλλά δεν με πείραζε και πολύ, ήξερα την ώρα που θα γυρίσει να με πάρει αγκαλιά, για να βγούμε τη συνηθισμένη μας μεσημεριανή βόλτα.
Εδώ και κάποιες μέρες όμως κάτι είχε αλλάξει. Η καθημερινή ρουτίνα μας εξακολουθούσε να τρέχει όπως παλιά, αλλά ήταν φανερό ότι η μαμά βρισκόταν αλλού. Προσπαθούσα να πιάσω το βλέμμα της και να την κοιτάξω βαθιά στα μάτια, να διαβάσω τις σκέψεις της, μια και δεν μπορώ βέβαια να της μιλήσω, να την ρωτήσω στα ίσια «τι έχεις;». Εκείνη ήξερε ότι κινδύνευε να προδοθεί, να λυγίσει και να μου τα ομολογήσει όλα, τις μύχιες σκέψεις και την αγωνία που τον τελευταίο καιρό κατατρώγανε το νου και την ψυχή της. Έστρεφε αλλού το βλέμμα, χαμογελούσε βεβιασμένα, ρούφαγε τη μύτη της, και μερικές φορές σα να μου φάνηκε ότι σκούπισε ένα κρυφό δάκρυ. Αμέσως μετά με άρπαζε στα χέρια, με σήκωνε ψηλά και φώναζε, προσπαθώντας να μιμηθεί τον παλιό, γνώριμο τόνο της: «Πάμε βόλτα!».
Χθες βράδι για πρώτη φορά πήγα κρυφά και κούρνιασα στο κρεβάτι της. Η μαμά είχε ξαπλώσει από νωρίς. Έμοιαζε πολύ κουρασμένη και δεν πήρε να διαβάσει, όπως συνήθιζε. Όταν άκουσα την αναπνοή της να βαθαίνει, σκαρφάλωσα με προσοχή στο στρώμα και έμεινα εκεί, κουλουριασμένη στα πόδια της, προσπαθώντας να μη την ξυπνήσω. Ήμουν αποφασισμένη να τη φυλάξω, μην τύχει και μου πάθει κάποιο κακό. Θα πάλευα σκληρά, με όση δύναμη έχει το μικρό κορμί μου. Κάποια στιγμή όμως δεν άντεξα, και πρέπει να αποκοιμήθηκα. Τα ξημερώματα ξύπνησα από κάποιο θόρυβο στην εξώπορτα. Αλαφιασμένη πήδηξα από το κρεβάτι και έτρεξα να δω. Η πόρτα ήταν διάπλατα ανοιχτή, στο δυνατό φως του πρωινού τα μάτια μου θάμπωσαν, δεν αναγνώριζα κανέναν, διέκρινα αμυδρά κάποιους ψηλούς ανθρώπους με μπλε στολές, που στριμώχνονταν να μπουν στο σπίτι βιαστικά. Από ένστικτο έκανα στο πλάι μη με τσαλαπατήσουν, και τότε ένα γυναικείο χέρι πρόβαλε, με έπιασε μαλακά και με σήκωσε στον αέρα. Δεν χρειάστηκε να κοιτάξω για να τη γνωρίσω, είχα κιόλας μυρίσει μια αγαπημένη μυρωδιά, ήταν σχεδόν ίδια με της μαμάς μου. Από μέσα μου βγήκε ένα αδύναμο γαύγισμα σαν λυγμός, με ανείπωτη λαχτάρα της έγλυψα το πρόσωπο κι αφέθηκα τρέμοντας στη ζεστή αγκαλιά της. Ήθελα να της φωνάξω πόσο χάρηκα που είχε έρθει, τώρα ένιωθα τόσο ασφαλής που με κρατούσε! Μού πήρε απαλά το κεφάλι, το έστρεψε κατευθείαν στο πρόσωπό της. Τα όμορφα γαλάζια μάτια της κοίταξαν βαθιά μέσα στα υγρά, σκυλίσια δικά μου.
«Και τώρα, Πάτι, τι θα κάνουμε χωρίς τη μαμά μας;»