Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία
Πριν 100 χρόνια, την 25η Δεκεμβρίου του 1914, στο Δυτικό μέτωπο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, συνέβη κάτι μαγικό. Κάτι που φαινόταν αδύνατον, έγινε πραγματικότητα. Είναι μια από τις μοναδικές εκείνες στιγμές της ανθρώπινης ιστορίας, που έχει να μας διδάξει πολλά αλλά κυρίως να μας δείξει με τον πιο γραφικό τρόπο, πόσο κοντά μπορεί να συνυπάρξει το μεγαλείο του ανθρώπου με την αυτοκαταστροφή του.
Βρισκόμαστε στους πρώτους μήνες μετά την έναρξη του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου. Συγκρούονται οι Ενωμένες Δυνάμεις, καλούμενες και ως ‘Δυνάμεις της Αντάντ’ (αποτελούμενες κυρίως από την Βρετανία, την Γαλλία, την Ρωσία και αργότερα την Ιταλία με τις Η.Π.Α.), με τις Κεντρικές Δυνάμεις, καλούμενες και ως ‘Τριπλή Συμμαχία’, (αποτελούμενες κυρίως από την Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία και Βουλγαρία).
Στο Δυτικό Μέτωπο, οι δυο αντίπαλοι δεν άργησαν να καθηλωθούν στα χαρακώματα, ο ένας απέναντι από τον άλλο, ανίκανοι και οι δυο να προελάσουν περαιτέρω. Από την μία οι Γάλλοι και οι Βρετανοί και από την άλλη οι Γερμανοί. Οι στρατιώτες κάθε πλευράς βρισκόντουσαν οχυρωμένοι μέσα σε χαρακώματα με σειρές από σακιά με άμμο στις κορυφές. Το κομμάτι της γης που τους χώριζε από τον αντίπαλο κατακλυζόταν από συρματοπλέγματα και νάρκες. Το έλεγαν «No man’s land». Ελεύθεροι σκοπευτές και σκοποί πίσω από πυροβόλα σε συνεχόμενες βάρδιες, ήταν σε συνεχή εγρήγορση για να πυροβολήσουν εναντίον οποιασδήποτε κίνησης από την απέναντι πλευρά. Ακόμα και μια γρήγορη κλεφτή ματιά πάνω από την προστασία των σακιών μπορούσε να καταστεί μοιραία.
Η κατάσταση μέσα στα χαρακώματα ήταν εξίσου άθλια. Τα πάντα ήταν καλυμμένα με λάσπη. Ήταν τόσο ενοχλητική, που από ένα σημείο και μετά, παρά το θανατηφόρο κρύο, οι στρατιώτες παρακαλούσαν να χιονίσει, έτσι ώστε να παγώσει η λάσπη και να ανακουφιστούν από αυτήν και την επιμονή της να μπαίνει και να κολλάει παντού. Η υγιεινή ήταν ανύπαρκτη φυσικά και κάθε λογής τρωκτικά, κυρίως αρουραίοι και ποντίκια βρισκόντουσαν παντού. Πολλές φορές η αδυναμία απομάκρυνσης των νεκρών από το κομμάτι της γης που τους χώριζε με τον αντίπαλο, κάλυπτε την ατμόσφαιρα με αφόρητες μυρωδιές αναδυόμενες από τα πτώματα.
Σε αυτή την κόλαση, πριν ακριβώς εκατό χρόνια, ένας βρετανός στρατιώτης, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων είδε διάσπαρτα φώτα να εμφανίζονται σποραδικά κατά μήκος της γερμανικής γραμμής. Ανήσυχος με αυτή την πρωτόγνωρη εξέλιξη φώναξε τον αξιωματικό υπηρεσίας να το αναφέρει. Δεν άργησαν να καταλάβουν με την βοήθεια κιαλιών ότι ο αντίπαλος είχε κόψει μικρά έλατα και τα είχε τοποθετήσει στην γραμμή του μετώπου, αφού πρώτα είχαν στερεώσει αναμμένα κεριά πάνω στα κλαδιά. Ανακουφισμένοι οι Βρετανοί, βυθίστηκαν πίσω στα χαρακώματα μέχρι που κάτι, ακόμα πιο εντυπωσιακό, τους ξεσήκωσε ξανά.
Πιο βαθιά μέσα στην νύχτα της παραμονής, μέσα στην εκκωφαντική σιωπή που επιβάλλει στην φύση το χιόνι, ακούστηκαν οι Γερμανοί να τραγουδούν την «Άγια Νύχτα». Ήταν άψογοι, όπως μια χορωδία από επαγγελματίες. Οι Βρετανοί δεν πίστευαν στα αυτιά τους. Αν και πολύ λίγοι ανάμεσα τους γνώριζαν Γερμανικά, αναγνώρισαν το Χριστουγεννιάτικο τραγούδι και κάθισαν και το άκουσαν με μεγάλη ευχαρίστηση. Όταν τελείωσαν οι Γερμανοί οι Βρετανοί χειροκρότησαν και πήραν την σειρά τραγουδώντας άλλα αντίστοιχα γιορτινά τραγούδια. Όταν τελείωσαν, οι Γερμανοί χειροκρότησαν πίσω και αυτό κράτησε μέχρι το ξημέρωμα των Χριστουγέννων της 25ης Δεκεμβρίου του 1914.
Τότε συνέβη κάτι ακόμα πιο αναπάντεχο. Δυο Γερμανοί, άοπλοι και με τα χέρια ψηλά βγήκαν από τα χαρακώματα ρισκάροντας την ζωή τους και προχώρησαν προς την πλευρά των Βρετανών οι οποίοι ήταν κυριολεκτικά με το δάκτυλο στην σκανδάλη. Όταν έφτασαν στην μέση σχεδόν της απόστασης που τους χώριζε, φώναξαν τον αξιωματικό να έρθει να τους συναντήσει. Ο Βρετανός, εξίσου θαρραλέος, βγήκε στην ουδέτερη ζώνη και συνάντησε τους Γερμανούς. Συμφώνησαν για ανακωχή μέχρι τα μεσάνυχτα και οι αντιπροσωπείες επέστρεψαν στις γραμμές τους. Αλλά οι εκπλήξεις δεν είχαν τελειώσει.
Σιγά-σιγά, απροειδοποίητα και χωρίς καμιά πρόσκληση, στρατιώτες από τις δυο πλευρές άφηναν τα χαρακώματα και προχωρούσαν διστακτικά προς την αντίπαλη πλευρά. Οι δύο έγιναν δέκα, και οι δέκα εκατό και σε λίγες ώρες όλοι οι στρατιώτες και από τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές, ήταν ανακατεμένοι μεταξύ τους στην κατά τα άλλα, «No man’s land». Όπως λέει μια έκφραση από την στιγμή εκείνη, «το βρετανικό χακί των στολών των στρατιωτών συνάντησε το αντίστοιχο γερμανικό γκρι».
Άναψαν μια μεγάλη φωτιά. Τραγούδησαν μαζί και αντάλλαξαν δώρα. Κυρίως καπνό και τσιγάρα, ζαμπόν και λουκάνικα, τσάι και καφέ, εφημερίδες, ακόμα και κουμπιά. Ήπιαν κονιάκ και κάπνισαν. Συζήτησαν μεταξύ τους. Υπήρχαν αρκετοί Γερμανοί που μίλαγαν αγγλικά επειδή πριν τον πόλεμο ήταν σύνηθες για αυτούς να μεταναστεύουν στην Βρετανία για δουλειά, κυρίως στο Λονδίνο. Λέγεται ότι έπαιξαν και ποδόσφαιρο και ότι οι Γερμανοί νίκησαν 2-1. Όταν πλέον έφτασε η νύχτα, οι στρατιώτες απρόθυμοι και σαστισμένοι επέστρεψαν πίσω στα χαρακώματα. Δεν πίστευαν ότι αυτοί που μισούσαν και καθημερινά σκότωνε ο ένας τον άλλον ήταν απλοί, καθημερινοί άνθρωποι όπως και αυτοί. Τα μεσάνυχτα πέρασαν και δεν ακουστήκαν πυροβολισμοί. Καμιά πλευρά δεν ήθελε να τελειώσουν αυτά τα Χριστούγεννα.
Κάποια στιγμή, ένας στρατιώτης την επομένη των Χριστουγέννων ρώτησε τον ανώτερο του τι θα γίνει τώρα, μετά από αυτή την φιλική επαφή. Τον ρώτησε αν θα συνεχίσουν να πολεμάνε. Ο ανώτερος του τον κοίταξε και τον περιεργάστηκε για λίγη ώρα. Μετά, έβγαλε το πιστόλι του, ανέβηκε την ξύλινη ανεμόσκαλα, ίσα-ίσα για να μπορεί να σημαδέψει πάνω από τα σακιά και πυροβόλησε στο κεφάλι ένα αντίπαλο στρατιώτη. Κατέβηκε την σκάλα και είπε σε αυτόν που τον είχε ρωτήσει: «Εσύ τι λες;».
Αυτά ήταν τα Χριστούγεννα σε κάποια σημεία του Δυτικού Μετώπου στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Ακολούθησαν και άλλες σύντομες ανακωχές παρόμοιες και σε άλλα σημεία. Συνήθως ήταν για να απομακρύνουν τους νεκρούς από την γη που τους χώριζε αλλά δεν έπαυε να είναι μια στιγμή μεγάλης ανακούφισης για τους μαχόμενους στρατιώτες. Γρήγορα οι αξιωματικοί συνειδητοποίησαν ότι αυτές οι συναντήσεις γνωριμίας δεν βοηθούσαν καθόλου την μαχητική ικανότητα των στρατιωτών. Πώς να σκοτώσεις τον άνθρωπο που χτες το βράδυ μοιραζόσουν μαζί του ιστορίες και τις ίδιες ανησυχίες γύρω από την φωτιά; Σύντομα απαγορεύτηκε κάθε τέτοιου είδους επαφή με τον εχθρό.
Η ματαιότητα του πολέμου μέσα από τα χαρακώματα κατέληξε σε πολλές περιπτώσεις στην λεγόμενη τακτική “live and let live” όπου κανείς από τους αντιπάλους δεν ασχολούταν με τον άλλο και απλά άφηναν το χρόνο να περάσει έχοντας κάνει μια ανεπίσημη συμφωνία μεταξύ τους. Αργότερα μέσα στον πόλεμο εμφανίστηκαν τα χημικά όπλα και η θνησιμότητα αυξήθηκε κατακόρυφα. Το μίσος όλο και μεγάλωνε και έφτασε στο σημείο να μην υπάρχει πλέον επιλογή.
Είναι μια από τις ποιο εντυπωσιακές ιστορίες του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου αλλά και ολόκληρης της πολεμικής ιστορίας της ανθρωπότητας. Σε εμένα δείχνει το πόσο εκ διαμέτρου αντίθετα μπορεί να είναι τα συναισθήματα ενός ανθρώπου από τις πράξεις του. Είναι επίσης ένα απτό παράδειγμα της δύναμης των Χριστουγέννων. Μιας περιόδου αγάπης και χαράς που διαχέεται από άνθρωπο σε άνθρωπο. Τεχνικά, σκόπιμα, με δόλο ή χωρίς, το αποτέλεσμα είναι θετικό. Γινόμαστε όλοι καλύτεροι.