«Μικρό Χρονικό Τρέλας»: στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του Αύγουστου Κορτώ
Βρισκόμουν στην είσοδο του Ιανού από τις 16.00. Με είχαν φοβίσει τα χίλια και κάτι “going” στην εκδήλωση που είχε δημιουργηθεί στο Facebook με αφορμή την παρουσίαση του καινούργιου βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ και η εμπειρία μου από τις τρεις ατέρμονες ώρες ορθοστασίας πριν ένα χρόνο στο Floral για το «Έρως ανήκατε μάσαν». Τώρα, είχα δύο κενές ώρες μπροστά μου και το τελευταίο του βιβλίο, το «Μικρό Χρονικό Τρέλας» στα χέρια μου. Είχα τόσο ελεύθερο χρόνο και τόση περιέργεια ώστε να διαβάσω όσες σελίδες χρειάζονται για να μην με αφήσει να το αφήσω από τα χέρια μου. Είχα το ύφος μικρού παιδιού που του λες να μην κάνει κάτι.
Κόσμος κάθε ηλικίας -με τις γυναίκες να στήνουν κερκίδα- έψαχνε για την καλύτερη δυνατή θέση και εγώ ξεγέλασα τον εαυτό μου αρχίζοντας να τους παρατηρώ. Τόσοι πολλοί, σίγουρα όχι χίλιοι, τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Μερικοί ανάμεσά τους γνωστοί μου, που μου ξεκίνησαν κουβέντα και έκαναν το χρόνο να μπει σε fast forward και την ανυπομονησία μου να καταλαγιάσει.
Ο Κορτώ κάθισε στη σκηνή και μόλις η καλοντυμένη υπεύθυνη επικοινωνίας του Ιανού τον παρουσίασε, η αίθουσα τον καταχειροκρότησε χωρίς να έχει πει ούτε καλησπέρα.
Το ίδιο χαμογελαστός και ελαφρά μαγκωμένος αλλά διαφορετικός από ότι τον θυμόμουν εκείνο το βράδυ στο Floral, διαφορετικός ακόμη και από τις φωτογραφίες του που πετυχαίνω μερικά πρωινά στην αρχική μου σελίδα. Διαφορετικός όπως και το βιβλίο του «Μικρό χρονικό τρέλας»- όπως είπε και ο ίδιος, «διαφορετικό από τα άλλα που έχω γράψει.»
Ξεκίνησε αραδιάζοντας αμέτρητες ιατρικές έννοιες, ζητώντας μας συγγνώμη αν ίσως μας δυσκολέψουν μελλοντικά στην ανάγνωση, που μας ξέφευγαν αλλά η αμεσότητα σε συνδυασμό με τα εύστοχα παραδείγματα και το αβίαστο χιούμορ του έκαναν την περιγραφή πιο εύκολη. Ένα αναπόφευκτο ψυχωσικό επεισόδιο με τον ίδιο πρωταγωνιστή οκτώ χρόνια πριν, με φόντο το καμένο κέντρο της Αθήνας να μυρίζει ακόμη δακρυγόνα, που τον οδήγησε έγκλειστο για κάποιες μέρες σε ψυχιατρική κλινική. Ο ίδιος να νομίζει ότι είναι ο Βούδας, ο Δαλάι Λάμα, ακόμη και ο Χριστός, -και ακόμη καλύτερα- «ο φύλακας» του Σάλιντζερ.
«Η ψύχωση είναι μία παρερμηνεία της ίδιας της πραγματικότητας. Είναι ένα παράσιτο στο μυαλό που μεγεθύνεται για να σου γεννήσει τη βεβαιότητα ότι έτσι είναι ο κόσμος. Παράδειγμα: κοιτούσα τον ουρανό και τον έβλεπα γκρι, έλεγα θα τον κάνω φούξια, όταν έβλεπα ότι όσο κι αν προσπαθούσα ο ουρανός δεν γινόταν φούξια σκεφτόμουν ότι δεν θέλω να τον κάνω και για αυτό δεν γίνεται, όχι ότι δεν μπορώ.»
Πιστεύοντας ότι ξαφνικά έχει μία θεϊκή υπόσταση, μπορεί να μην ήταν απειλή για τους άλλους, αλλά ήταν σίγουρα επικίνδυνος για τον εαυτό του. «Χάνεις την αίσθηση του κινδύνου. Έπαθα ακόμη και αλεξία. Δεν μπορούσα να διαβάσω. Βρισκόμουν στο νοσοκομείο και κοιτούσα επί δέκα λεπτά μία πινακίδα προσπαθώντας να διαβάσω τι έλεγε. Σκεφτόμουν πως το πράσινο χρώμα των φαναριών είναι για να περνάνε οι θνητοί οπότε τα περνούσα όλα με κόκκινο.»
Κλείνοντας, μας μίλησε για τις προσπάθειες συγγραφής του συγκεκριμένου βιβλίου και το λόγο που το ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα. «Η πρώτη φορά που προσπάθησα να το γράψω ήταν λίγο μετά το ίδιο το επεισόδιο όπου ο ψυχαναλυτής μου ζήτησε να κάνω μία καταγραφή. Η δεύτερη ήταν το 2013 λίγο μετά την “Κατερίνα” όπου το έγραψα στα αγγλικά με πρωταγωνιστή έναν δεκαοχτάχρονο με διαφορετικό ιστορικό από το δικό μου και το έμπλεξα με τα γεγονότα εκείνης της περιόδου στα Εξάρχεια. Σε μία προσπάθεια να το αποποιηθώ το ονόμασα “Ο Βούδας των Εξαρχείων”. Η τρίτη ήταν αρχές του περασμένου Ιουλίου. Βιάστηκα. Ένιωσα όπως νιώθεις όταν βουτάς σε κρύα θάλασσα. Μια και έξω. Και όπως το έγραψα, το έκρυψα. Συνειδητοποίησα πως τοποθετούσα το φόβο μου ότι μπορεί να ξανασυμβεί μέσα στο βιβλίο. Γιατί μπορεί να ξανασυμβεί, μπορεί και όχι. Ακόμη και όταν εκδόθηκε δεν ήθελα να το παρουσιάσω. Φοβόμουν να μιλήσω για αυτό. Πριν έρθω εδώ είχα τεράστια αγωνία και εξακολουθώ να την έχω.»
Λίγο πριν αρχίσει να υπογράφει τα αντίτυπα, να βγάζει selfie, να δέχεται δώρα, γλυκά, γλυκόλογα, αγκαλιές και φιλιά, λίγο πριν μεταμορφωθεί πάλι στο διαδικτυακό μας φίλο, ευχαρίστησε τους ανθρώπους που του στάθηκαν εκείνες τις μέρες, το προσωπικό των νοσοκομείων, την οικογένεια, τους φίλους, τους περαστικούς για την καλοσύνη που έδειξαν χωρίς να τον γνωρίζουν, τον “μεγάλο” και τον “μικρό” Τάσο, «το φως της ζωής του», το «κουτάβι». Mας υπενθύμισε πως «έτσι ζούνε πολλοί εκεί έξω. Έχουν ανθρώπους να περπατήσουν και να ξαναβρούν το δρόμο προς την ευτυχία. Υπάρχουν όμως και άλλοι που δεν έχουν κανένα να βοηθήσει στην επανένταξη και τους βλέπουμε καθημερινά να ζουν στο δρόμο.»
Κατευθυνόμουν προς την έξοδο ενώ ο κόσμος σταδιακά λιγόστευε όταν το επάγγελμα με τράβηξε πίσω και πήγα κοντά του. Του αποκάλυψα με θράσος πως απόψε είμαι εδώ πάνω από όλα για το εξώφυλλο. «Μίλησέ μου για αυτό». Χαμογέλασε. Μου πήρε το βιβλίο από τα χέρια και έγραψε με το στυλό που κρατούσε ήδη από πριν (τον τραβάει φαίνεται και αυτόν το επάγγελμα), αυτό:
Περπατώντας στην ήδη χειμωνιάτικη Πανεπιστημίου, φαντάστηκα Χριστούγεννα τριάντα χρόνια πριν, μυρωδιές από μελομακάρονα μέσα σε τεντωμένη διάφανη ζελατίνα πάνω σε στολισμένο κόκκινο τραπέζι, με Χατζιδακικές μελωδίες να μουρμουρίζουν στο βάθος, βιβλία του Τσιφόρου κάπου στη μέση ακουμπισμένα σε παλιό έπιπλο, τον “μεγάλο” Τάσο να τρέχει στο κατόπι του και την Κατερίνα σε μία γωνιά, πότε να γελάει μαζί τους, πότε να τραγουδάει καπνίζοντας αρειμανίως. «Πόσο μου έλειψαν», σκέφτηκα και κάθισα σε ένα πεζούλι της Κοραή να διαβάσω στα γρήγορα την πρώτη σελίδα.\
* Φωτογραφία εξωφύλλου: IANOS / Facebook