Ο τελευταίος χορός

Published On 23 November 2013 | By Άγγελος Γρόλλιος | Άγγελος Γρόλλιος

Η αρρώστια ανεβαίνει αργά και ύπουλα στο κορμί μου. Ξεκίνησε από την κνήμη. Πρόσβαλε τα υγιή κύτταρα τον Σεπτέμβρη του ’10, όταν στις εξετάσεις για κάτι επίμονους πόνους επιβεβαιώθηκε η διάγνωση, πέραν πάσης αμφιβολίας. Η θεραπεία ήταν επιθετική, μου ακρωτηρίασαν το πόδι από το γόνατο. Δεν έβαλα πρόσθεση, προτίμησα την αναπηρική καρέκλα. Μήνες πέρασα κλεισμένη στο υπνοδωμάτιο, σέρνοντας πότε τα ροδάκια και πότε την απελπισία μου στο σαλόνι και τους άλλους χώρους ενός σπιτιού που άλλοτε πολύ αγαπούσα. Σήμερα έχει γίνει το τσιμεντένιο μου φέρετρο. Ένα χρόνο και δυο μήνες μετά, οι εξετάσεις τον εντόπισαν πάλι, αυτή τη φορά στο αριστερό στήθος. Διπλή μαστεκτομή, προληπτικά. Τώρα το στέρνο μου είναι πετσοκομμένο οριστικά. Οι ουλές συμμετρικές, ξεκινούν από τις μασχάλες και συγκλίνουν ελαφρά προς το κέντρο. Τις συνήθισα πια. Μου αρέσει να γυμνώνομαι στον καθρέφτη και να ψηλαφώ αργά τη σκληρή διαδρομή τους. Έχω ξεχάσει πώς ήταν τα στήθη μου. Όμως καμιά φορά, ακόμα νιώθω να σκληραίνουν οι ανύπαρκτες ρώγες μου, όταν έρχεται ο Νίκος στον ύπνο μου και τις χουφτώνει τρυφερά. Μου λείπει ο άντρας μου. Τρία χρόνια έχουν περάσει αφότου τον έχασα. Γυρνούσε με τη μηχανή ξημερώματα απ’ τη δουλειά και ένα φορτηγό τον άφησε στον τόπο. Δεν έκλαψα που ήμουν μόνο σαραντατριών. Για τον Νίκο έκλαψα, που έφυγε στα τριανταεννιά και είχε μπροστά του χρόνια για να ζήσει. Εγώ ήμουν ξοφλημένη, έτσι κι αλλιώς. Τώρα βαρέθηκα, μπούχτισα. Τον περασμένο μήνα οι ακτίνες έδειξαν πως ο ακατονόμαστος έφτασε πιο ψηλά. Μου είπανε πως έχει προσβληθεί όλη η γνάθος. Το χειρουργείο ορίστηκε για τον Νοέμβρη.

girl

Χτες καθόμουν στο καρότσι και χάζευα από το σαλόνι ένα κοριτσάκι έξω στο δρόμο. Ήταν πρωί 27 Οκτωβρίου και η γειτονιά έρημη, λόγω της αργίας. Την ξέρω αυτή τη μικρή, την έχω δει με τα άλλα παιδιά που παίζουν στο παρκάκι μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Χθες όμως ήταν μόνη. Γύρω στα δέκα, ψηλόλιγνη για τα χρόνια της, με έξυπνο μουτράκι, καστανόξανθα μαλλάκια πιασμένα αλογοουρά. Φορούσε τα καλά της, μου άρεσε το πολύχρωμο κολάν με τις οριζόντιες φαρδιές ρίγες, από πάνω καρό σκοτσέζικη φουστίτσα και πράσινο μπουφάν. Το κοριτσάκι στροβιλιζόταν αργά γύρω από τον εαυτό της, έκανε μικρά βήματα μπροστά και πάλι πίσω, κρατώντας ένα ξυλάκι στο χέρι, σαν την μπαγκέτα σε μια φαντασιακή ορχήστρα. Έβλεπα τα χείλια της να κινούνται στο ρυθμό ενός τραγουδιού που δεν άκουγα πίσω από τα μονωμένα τζάμια. Μπορούσα όμως να διαβάσω τα λόγια στο αφοσιωμένο μουτράκι, να νιώσω τον παλμό στα λικνίσματα των χεριών, καθώς ζούσε το όνειρό της σε μια λαμπρή σκηνή κάποιας αόρατης πασαρέλας, με μοναδικό κοινό την μελλοθάνατη ανάπηρη πίσω από την κουρτίνα του πρώτου ορόφου. Ίσως τυχαία, ίσως όμως κι από ένα προαίσθημα σκοτεινό, η μικρή απότομα σταμάτησε τον χορό της, σήκωσε τα μάτια και κάρφωσε το βλέμμα στο παράθυρο. Λίγα δευτερόλεπτα κράτησε η έρευνα, κι είμαι σίγουρη πως ήμουν καλά κρυμμένη. Έπειτα σήκωσε το χέρι με την μπαγκέτα, χαιρέτισε χαμογελώντας το μυστικό κοινό της, έκανε μια τελευταία πιρουέτα κι εξαφανίστηκε πίσω από τους θάμνους του μικρού πάρκου.

Like this Article? Share it!

About The Author

: Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1955. Είναι καθηγητής φιλολογίας στην ιδιωτική εκπαίδευση. Γράφει ποιήματα και διηγήματα που μοιράζει σε φίλους.