Πλατεία Ομονοίας: μπορεί άραγε να γίνει χειρότερη;
Είμαι στο κέντρο της πρωτεύουσας. Περπατώ στην ιστορική Πλατεία Ομονοίας. Είμαι βιαστικός και αφηρημένος. Πέφτω πάνω σε ένα τουρίστα. Του ζητώ συγγνώμη και ευγενικά τον προσπερνώ. Αμέσως αναρωτιέμαι τι μπορεί να σκέπτεται αυτός ο τουρίστας αντικρίζοντας αυτή την πλατεία. Σταματάω για λίγο και κάνω στην άκρη. Αποφασίζω για πρώτη φορά στην ζωή μου να μην διασχίσω απλά την πλατεία αλλά να σταθώ μια στιγμή και να την παρατηρήσω.
Έχω ταξιδέψει σχεδόν σε όλες τις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και αναπόφευκτα κάνω συγκρίσεις. Χωρίς πολλή σκέψη καταλήγω ότι πρέπει να είναι η πιο άσχημη κεντρική πλατεία πρωτεύουσας στην Ευρώπη, ίσως και σε αρκετά άλλα μέρη πέρα από αυτή την ήπειρο. Με ενοχλεί πολύ αυτή η σκέψη. Προσπαθώ με το φίλτρου του ρομαντισμού να την δω διαφορετικά. Απομονώνω κομμάτια της που «μυρίζουν» παλιά Αθήνα. Αυτής της «άυλης» ανάμνησης από μια Αθήνα με αρχοντικά, παραδοσιακά καφενεία και άμαξες. Η αλήθεια είναι όμως ότι έχουν περάσει 150 χρόνια από τότε. Αφαιρώ το φίλτρο. Κοιτώ ξανά προς την πλατεία.
Ξεκινάω από κάτω. Οι πλάκες έχουν σκουρύνει από την βρώμα. Πατημένες τσίχλες και λιμνούλες από ούρα σπάνε την μονοτονία του χρώματος. Κάποιες πλάκες είναι ραγισμένες, κάποιες είναι μισές, κάποιες είναι παλιότερες και κάποιες καινούριες. Όλες μαζί συνεργάζονται για να δώσουν μια εικόνα απόλυτης εγκατάλειψης και αδιαφορίας. Εκεί που τελειώνουν ξεκινά η άσφαλτος με τις ξεθωριασμένες διαγραμμίσεις. Πλακωμένη από αυτοκίνητα, στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο να βρυχώνται καυσαέρια. Κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο όλα αυτά μαζί νιώθεις να λιώνουν και να γίνονται ένα. Ανακατεύονται σε μια άμορφη, δύσοσμη και θορυβώδη μάζα από τσιμέντο, άσφαλτο, μέταλλο, και καυσαέριο. Όλα καλύπτονται από μια «κρούστα» αόριστης δυσωδίας.
Απομακρύνω το βλέμμα μου και στρέφομαι προς τα μαγαζιά που αγκαλιάζουν την Πλατεία. Διαπιστώνω ότι κυριαρχούν τα φαγάδικα. Βλέπω σουβλατζίδικα, τυροπιτάδικα, καφέ, fast food, ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια, φούρνους. Κάπου κάπου διακρίνω στριμωγμένα μαγαζιά με κινητά, κάποια σημεία για αλλαγή συναλλάγματος, ένα-δυο μαγαζιά με ρούχα, μια είσοδο ενός πολυκαταστήματος και ένα κατάστημα με όπλα. Αν είχαν μιλιά όλα αυτά τα καταστήματα θα έλεγαν: «το ξέρουμε ότι είναι χάλια το μέρος, αλλά δεν φταίμε εμείς». Αν απομονώσεις το κάθε ένα, η αλήθεια είναι ότι είναι περιποιημένο. Στο σύνολο τους όμως είναι άλλος ένας παράγοντας που προστίθεται σε μια αλλοπρόσαλλη παρουσίαση. Ένα απροσδιόριστο σύνολο. Ανακατεμένες ιδέες και απόψεις περί της καλαίσθητης «εικόνας», όχι όμως με την ελκυστική πολυχρωμία του ανατολίτικου παζαριού αλλά περισσότερο κοντά σε ένα ανακατεμένο συρτάρι με ρούχα που προτιμάς να κλείσεις παρά να το τακτοποιήσεις. Στο «συρτάρι» αυτό υπάρχουν και πολλά περίπτερα, τοποθετημένα περιμετρικά σχεδόν κάθε πέντε με δέκα μέτρα. Στο μείγμα προστίθενται πάγκοι μικροπωλητών και περιφερόμενοι πωλητές κάθε λογής πράγματος, έννομου και άνομου.
Κάποιοι φοίνικες και τέσσερα πέντε εναπομείναντα κλασικά κτίρια δίνουν μια άνιση μάχη με την ασχήμια που τα περιβάλλει. Μια ασχήμια που σαν ιός θέλει να επεκταθεί και στο υπόλοιπο αδύναμο «σώμα». Αδιάφορα κτίρια, όγκοι ύλης που είναι λες και βγήκαν από τετραγωνισμένα καλούπια τσιμέντου και τυλίχτηκαν πρόχειρα με γυαλί. Επιβάλλονται στον περαστικό της πλατείας και του αφαιρούν το βλέμμα ακόμα και από την οποιαδήποτε μεμονωμένη ομορφιά. Σαν αρχιτεκτονικά «τέρατα», μεγεθυμένα από τον χώρο στον οποίο βρίσκονται, στέκονται φύλακες αυτής της «ασχήμιας». Είναι πραγματικά μνημεία δυσμορφίας, άτεχνα και άκοσμα.
Τέλος κοιτώ στο κέντρο του χώρου. Προσπαθούσα να το αποφύγω έως τώρα. Αδυνατώ να κατανοήσω το αποτέλεσμα των τελευταίων επεμβάσεων στην πλατεία. Πάντα αδυνατούσα, από την πρώτη μέρα που το αντίκρισα. Μια «κουβέρτα» τσιμέντου με ένα «πρήξιμο» στην μια της πλευρά, προστατευμένο από μεταλλικά κάγκελα. «Τι είναι αυτό;» αναρωτιέμαι. Δεν είναι όμορφο και δεν εξυπηρετεί καμία πρακτική χρήση. Μπορώ μόνο να το δεχτώ σαν ένα πειραματισμό, αποτυχημένο φυσικά. Έχουν περάσει δέκα χρόνια από αυτό το πείραμα που κατάφερε να παραμορφώσει τον γενετικό κώδικα αυτού του αστικού σημείου και από ιστορική πλατεία το έκανε μια προέκταση λεωφόρου. Αυτό το «απλωμένο» τσιμέντο κοσμείται από ένα μεταλλικό γλυπτό, τον «Πεντάκυκλο». Ένα έργο τέχνης που αξίζει το σεβασμό μας αλλά στερείται αρμονίας με το χώρο στον οποίο βρίσκεται. Είναι ένα αίνιγμα αυτή η Πλατεία τελικά.
Σκέπτομαι πάλι τον περαστικό τουρίστα. Αν δεν μπορώ εγώ να το εξηγήσω, τι μπορεί να φαντάζεται αυτός για το συμβολικό κέντρο της πόλης αυτής; Δεν έχω καμιά απάντηση. Είναι ένας καταθλιπτικός πίνακας. Η τελευταία σκέψη μου είναι αν μπορεί άραγε να γίνει χειρότερη;
ΥΓ. Η απόλυτη αρχιτεκτονική πρόκληση της πόλης των Αθηνών. Σε πολλά σημεία του κέντρου χρειάζονται παρεμβάσεις αλλά κανένα δεν προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση από αυτό της Πλατειάς Ομονοίας. Μετά την αναμενόμενη πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου η αντίθεση μεταξύ «αποδεκτού» και «απαράδεκτου» πρόκειται να κορυφωθεί. Αλήθεια, τι περιμένουν;