«Πού είναι το μεμπτό;»
«Δεν έχω κάνει κάτι για να πάω στη φυλακή. Θέλω να πάω στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου. Είμαι νεκρός άνθρωπος. Σεβαστείτε την κατάστασή μου. Δεν είμαι ούτε φασίστας, ούτε ναζιστής. Δεν έχω κάνει τίποτα. Το απέδειξα. […] Έφυγα, ανεξαρτητοποιήθηκα. Με διώξανε. Τους έκανα χατίρια. Έλεγα αυτά που μου έλεγαν. Πού είναι το μεμπτό;»
Με αυτά τα λόγια δικαιολόγησε την άρνησή του να απαντήσει στις ερωτήσεις των ανακριτριών ο Στάθης Μπούκουρας, κληθείς σε απολογία για τη συμπληρωματική κατηγορία της διακεκριμένης οπλοκατοχής.
Ο βουλευτής, που ήδη κρατείται προσωρινά για ένταξη και διεύθυνση σε εγκληματική οργάνωση, συνεχίζει ουσιαστικά στην ίδια “υπερασπιστική γραμμή” που χάραξε πριν λίγες εβδομάδες με λυγμούς από το βήμα της Βουλής: «Έτυχε και έγινα βουλευτής της Χρυσής Αυγής» είχε πει τότε, ενώ είχε δηλώσει και πρώην αφισοκολλητής του ΠΑΣΟΚ, που έγινε εθνικιστής ακούγοντας τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Υπάρχουν αρκετά στοιχεία της δικογραφίας που δείχνουν ότι ο κ. Μπούκουρας δεν “έτυχε” και έγινε βουλευτής της Χρυσής Αυγής. Εμείς, φυσικά δεν μπορούμε να τον κρίνουμε ένοχο – αυτό είναι έργο της Δικαιοσύνης. Αξίζει όμως να σταθούμε σε αυτή τη φράση του: «Τους έκανα χατίρια. Έλεγα αυτά που μου έλεγαν. Πού είναι το μεμπτό;».
Το επιχείρημα θυμίζει την υπερασπιστική γραμμή που χρησιμοποίησαν οι περισσότεροι από τους κατηγορούμενους Ναζί στη δίκη της Νυρεμβέργης: «Befehl ist Befehl», δηλαδή «ακολουθούσα εντολές ανωτέρων» (κυριολεκτικά: «οι διαταγές είναι διαταγές»). Το δικαστήριο, ως γνωστόν, δεν είχε δεχτεί τον ισχυρισμό αυτό και όλοι, σχεδόν, οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι.
Το ίδιο συνέβη και στις περισσότερες αντίστοιχες υποθέσεις μετά τη Νυρεμβέργη, αν και το ζήτημα των «άνωθεν εντολών» απασχολεί έντονα τους νομικούς μέχρι σήμερα. Όμως η σχετική συζήτηση αφορά σε καταστάσεις όπου αμφισβητείται η δυνατότητα επιλογής ή αντίδρασης του κατηγορούμενου στις εντολές. Για παράδειγμα, μπορεί ένας στρατιώτης να παραβεί διαταγές ανωτέρων του σε έναν παράνομο επιθετικό πόλεμο; Τί επιλογές έχει ο δημόσιος υπάλληλος ενός αυταρχικού καθεστώτος;
Ευτυχώς, στις δημοκρατίες και σε καιρό ειρήνης οι επιλογές είναι περισσότερες και πιο εύκολες. Κανείς δεν αναγκάζει έναν πολίτη να ενταχθεί σε ένα κόμμα, να «κάνει χατίρια» στα ανώτερα στελέχη και να «λέει ό,τι του λένε». Στην περίπτωση του κ. Μπούκουρα, λοιπόν, δεν υπάρχει δίλημμα, δεν μπορεί να σταθεί η «υπεράσπιση της Νυρεμβέργης» και είναι απόλυτα σαφές «πού είναι το μεμπτό»: δεν ζούμε στην κοινωνία που οραματίζεται αυτός και οι ομοϊδεάτες του, άρα συνειδητά και ελεύθερα εντάχθηκε σε ένα κόμμα με φασιστική ιδεολογία και δομή παραστρατιωτικής οργάνωσης, συνειδητά και ελεύθερα «έκανε χατίρια» και «έλεγε αυτά που του έλεγαν». Τελικά, μπορεί ο ίδιος να προσβλέπει σε κάποιου είδους ελαφρυντικό, αλλά με αυτή την υπερασπιστική γραμμή καταφέρνει το αντίθετο: αποδεικνύει ότι ήταν ένας πειθήνιος στρατιώτης της ναζιστικής συμμορίας.