– Την πήδηξε!…
Αυτός που ξεστόμισε με τόση φυσικότητα τις δυο σκανδαλιστικές λέξεις ήταν γύρω στα εβδομηνταπέντε. Κοτσονάτος άνδρας, με κομψό μαύρο δερμάτινο μπουφάν, δεν είχε βγάλει την κοτλέ τραγιάσκα του, αν και μέσα στο καφέ-πατισερί «Τάσος» του Πανοράματος επικρατούσε αρκετή ζέστη. Η ασυνήθιστη δήλωση ακούστηκε δυνατά και καθαρά στην ευρύχωρη αίθουσα.
Την ήσυχη εκείνη μεσημεριανή ώρα του Σαββάτου οι πελάτες ήταν ελάχιστοι, οι γνωστοί μόνιμοι, που είχαν ήδη καταναλώσει το δεύτερο ή τρίτο καφεδάκι τους. Καθηλωμένοι στις ίδιες πάντα καρέκλες από τις εννέα το πρωί, περίμεναν να πάει δύο η ώρα πριν επιστρέψουν σπίτι για μεσημεριανό, ώστε να γυρίσουν στο στέκι τους στις πέντε ακριβώς, για τον απογευματινό γύρο καφεποσίας και το καθημερινό αναμάσημα των ίδιων πάντοτε πολιτικών κουτσομπολιών. Καθόμουν στο βάθος του καταστήματος, στη δική μου «ρεζερβέ» θέση στο άνετο, γωνιακό καναπεδάκι. Αποκεί έχω πάντα προνομιακή θέα προς τους υπόλοιπους θαμώνες αλλά τηρώ και μια επαρκή απόσταση ασφαλείας, για να μπορώ να δουλεύω με τον φορητό υπολογιστή στα γόνατά μου. Οι τρεις νεοφερμένοι άνδρες ήταν περίπου της ίδιας ηλικίας, όλοι άγνωστοι στο μαγαζί. Είχαν προτιμήσει τραπεζάκι και το γκαρσόνι μόλις είχε σερβίρει την παραγγελία, όταν ακούστηκε η απρεπής έκφραση να πέφτει σαν λεκτική οβίδα, ταράζοντας την καθωσπρέπει ατμόσφαιρα του αξιοπρεπούς ζαχαροπλαστείου. Αυτός που την ξεστόμισε είχε συνοδεύσει τη διατύπωσή της με ένα ακαθόριστης ερμηνείας αργό ανεβοκατέβασμα της κεφαλής, και σύγχρονο ελαφρύ, διπλό χτύπημα της δεξιάς παλάμης με τεταμένα όλα τα δάχτυλα στην επιφάνεια του τραπεζιού, χειρονομία υποδηλωτική της σημασίας του γεγονότος. Οι δύο φίλοι του αντάλλαξαν έκπληκτο και σύντομο βλέμμα, κατόπιν ανακάθισαν στις καρέκλες τους με ξαφνικό ενδιαφέρον. Σχεδόν ταυτόχρονα, έσυραν τα καθίσματα πιο κοντά στο τραπέζι, έγειραν λίγο μπροστά, παραμερίζοντας τα πιάτα με τις μερίδες της μπουγάτσας που δεν είχαν προφτάσει ακόμη να αγγίξουν, στήριξαν τους αγκώνες στο λευκό μάρμαρο και κάρφωσαν τα μάτια στον λαλήσαντα, έτοιμοι να ακούσουν τη συνέχεια. Ήταν περισσότερο από προφανές ότι η προκλητική δήλωση αφορούσε κάποιον τέταρτο, πιθανότατα μέλος της παρέας τους αλλά τόσο οικείο σ’ αυτούς, ώστε ήταν περιττή η αναφορά στο όνομά του.
Στο άκουσμα της τολμηρής διατύπωσης η περίπου απόλυτη ακινησία του νυσταλέου ανθρώπινου περίγυρου διαταράχτηκε προς στιγμήν. Ένας δυο από τους γεροντότερους τακτικούς πελάτες αποτόλμησαν έντονα επιτιμητικά βλέμματα προς την πλευρά του σχεδόν συνομηλίκου τους βωμολόχου, όμως πολύ σύντομα επανήλθαν στη νιρβάνα του τσιγάρου τους και στο μηχανικό μέτρημα του χρόνου, ώσπου να πάει δύο η ώρα. Είχα μείνει μόνος στην προσπάθεια κατανόησης και ερμηνείας της φράσης. Επίπονη φιλολογική εκπαίδευση δεκαετιών και η επίμονη διδακτική προσπάθεια μετάγγισης της δέουσας ευαισθησίας προς την βαρύτητα της σημασίας των λέξεων, όπως και η εμμονή μου στην αναγκαιότητα για την ακριβή χρήση τους, προσέδιδαν στην ελάχιστη αυτή πρόταση διαστάσεις εξωπραγματικές, που ασφαλώς δεν εννοούσε –και ίσως ούτε καν μπορούσε να υποπτευθεί- ο καλοντυμένος άγνωστος.
«Την πήδηξε!». Δήλωση του δρόμου, με πρόδηλα τα σεξουαλικά υπονοούμενα, που εκτοξεύθηκε δημοσίως και δυνατά, με άνεση και αναίδεια σχεδόν εφηβική. Δήλωση που απευθυνόταν στο στενό ακροατήριο των δύο φίλων ως αντικειμενική παρατήρηση, καθώς στερούνταν επιθετικών προσδιορισμών και άλλων γλωσσικών ψιμυθίων. Η αγοραία τραχύτητα όμως, την οποία εκ χρήσεως φέρει σήμερα το ταλαίπωρο ρήμα «πηδώ» (και στις δύο γραμματικές εκδοχές του), επρόδιδε αίσθημα υποβόσκουσας, συνωμοτικής ανδρικής υπερηφάνειας. Για το αξιοζήλευτο επίτευγμα του υποκειμένου της ελλειπτικής πρότασης. Ίσως όμως να εμπεριείχε και κάποια ελαφρώς συγκαλυμμένη –αλλά ικανή- δόση κακεντρεχούς φθόνου. Εκ μέρους του κομψού εβδομηνταπεντάρη κυρίου. Ο οποίος τώρα είχε σωπάσει. Αφού τράβηξε επάνω του την αμέριστη προσοχή των δύο φίλων του, τεντώθηκε αυτάρεσκα στη ράχη της καρέκλας και φαινόταν να γεύεται ηδονικά τις στιγμές της απροκάλυπτης περιέργειάς τους για τις γαργαλιστικές λεπτομέρειες που ασφαλώς συνόδευαν και θα ολοκλήρωναν την ιστορία. Αγωνιούσαν να μάθουν την ταυτότητα της κυρίας, που δηλωνόταν με τη χρήση της αντωνυμίας. Ήταν άραγε κάποια που γνώριζαν; Είχε την πρέπουσα κοινωνική και οικονομική επιφάνεια; Και, σημαντικό αυτό, ήταν ανάλογης ηλικίας; Εξίσου αδιευκρίνιστοι παρέμεναν όμως και ορισμένοι δευτερεύοντες όροι της πρότασης. Δηλαδή, «πότε;», «πού;», «πώς;». Όχι υποχρεωτικά με αυτή τη σειρά, ασφαλώς…
Με έκπληξη διαπίστωσα ότι η περιέργειά μου είχε εξαφθεί επικίνδυνα. Είχα πάρει την δήλωση πολύ προσωπικά. Ο άγνωστος φίλος των τριών εβδομηνταπεντάρηδων είχε καταφέρει κάτι εξαιρετικό, ένα γεγονός που επέφερε τον απροκάλυπτο –και δημοσίως- επαινετικό σχολιασμό. Ο ανδρισμός του είχε περίτρανα επιβεβαιωθεί με μια εξόχως λιτή αλλά και απολύτως περιγραφική δήλωση εις επήκοον όλων, αυτό το νυσταλέο απόγευμα του Σαββάτου, στο ζαχαροπλαστείο του Πανοράματος. Όφειλε να πληροφορηθώ, έστω και ως αυτόκλητος ωτακουστής, όλες τις κρίσιμες λεπτομέρειες. Η ηλικία μου απείχε περίπου μια εικοσαετία από εκείνη των τριών φίλων, δεν ένιωθα άμεσα απειλούμενος από τη φθορά του χρόνου. Όμως ο αμείλικτος φόβος για την απόλυτη ερωτική επίδοση εμφιλοχωρεί στα μύχια της σκέψης κάθε άνδρα που σέβεται τον εαυτό του. Όσο περνούν οι δεκαετίες, η διευκρίνιση «Πώς;» αποτελεί για τον καθένα μας κρίσιμο προβληματισμό και ιδιοτελή επιδίωξη. Από το σημείο όπου καθόμουν έκρινα πως η αρκετά προχωρημένη ηλικία των τριών, κατά τα λοιπά καλοστεκούμενων και καλοζωισμένων φίλων, δεν παρέπεμπε σε ιδιαίτερα επιτεύγματα στον ερωτικό στίβο. Είναι αναμενόμενο ότι μετά την έβδομη –και βάλε- δεκαετία η ανδρική ερωτική ορμή μειώνεται, και η συνεύρεση αποκτά χαρακτήρα περιπέτειας με απρόβλεπτη πολλές φορές έκβαση. Εκεί, τα υποβοηθητικά μέσα της σύγχρονης φαρμακευτικής επιστήμης διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, ενισχύοντας την σωματική ρώμη και χαρίζοντας την απαραίτητη ψυχολογική ενθάρρυνση. Με δυο λόγια, και σε απλά ελληνικά: ποιο τονωτικό χαπάκι είχε χρησιμοποιήσει ο άγνωστος εραστής, το επίτευγμα του οποίου με τέτοιο κυνικό ενθουσιασμό ανακοίνωσε ο κομψός κύριος με το δερμάτινο μπουφάν και την κοτλέ τραγιάσκα στους δύο φίλους του; Ανυπόμονα ρούφηξα μια γερή γουλιά καπουτσίνο φρέντο, άφησα στην άκρη τον υπολογιστή και, χωρίς να υπολογίζω ότι μπορεί να γινόμουν αδιάκριτος, έγειρα κι εγώ λίγο μπροστά και έτεινα ευήκοον αυτί, γουρλώνοντας ελαφρά τα μάτια, ώστε να μη χάσω καμία λεπτομέρεια. Ο κομψός κύριος όρθωσε με υπερηφάνεια το στέρνο, ύψωσε το κεφάλι, χαμογέλασε με ικανοποίηση και ανήγγειλε προς όλους με σταθερή, αν και ελαφρά συγκινημένη, φωνή:
– Λοιπόν, παιδιά, ο Σπύρος την πήδηξε! Χθες βράδι τον έβγαλαν από την εντατική. Τελικά, δεν ήταν έμφραγμα!…