Χορέψτε! Είναι μεταδοτικό
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί σε αυτή την χώρα ο χορός στις νυχτερινές μας εξορμήσεις δεν είναι τόσο διαδεδομένος; Τι είναι άραγε αυτό που μας βιδώνει τα πόδια στο πάτωμα; Γιατί μένουμε ασάλευτοι και αδιάφοροι στις μάταιες προσπάθειες του DJ να μας ξεσηκώσει;
Είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτο για κάποιον ξένο, να παρατηρεί την νυχτερινή διασκέδαση των Ελλήνων. Ενώ είμαστε ένας λαός ο οποίος ξεπέρνα σε κέφι και φαντασία κατά πολύ τον μέσο όρο της υπόλοιπης Ευρώπης, εντούτοις έχουμε μια πολύ ξεχωριστή συνήθεια. Δεν χορεύουμε. Αρεσκόμαστε στο να καθόμαστε ή να στεκόμαστε όρθιοι, να μιλάμε ή να παρατηρούμε τους υπόλοιπους θαμώνες, πίνοντας και καπνίζοντας. Ο DJ να χτυπιέται στα decks, οι barman να γίνονται ζογκλέρ με τα shaker των cocktail, οι σερβιτόροι να χαμογελούν “like there is no tomorrow”, όλα να συντελούν στο να μας παρασύρουν να κουνηθούμε λίγο στον ρυθμό και εμείς εκεί, μαρμάρινοι, σαν φυτό-καλυμμένες κολόνες άλλης εποχής.
Το ακόμα ποιο περίεργο είναι το πώς αντιδρούμε όταν ξαφνικά, μέσα σε αυτό το χορευτικά αποστειρωμένο περιβάλλον, κάποιος ή κάποια, αποφασίσει να χορέψει! Στρεφόμαστε προς το μέρος τους και τους κοιτάμε με έκπληξη. Σαν να κάνουν κάτι περίεργο. Κάποιοι μπορεί και να αναρωτηθούν αν τους συμβαίνει κάτι, αν έχουν πιεί πολύ ή κάτι τέτοιο. Το αστειότερο όλων είναι ο χορός από τον λαιμό και πάνω. Όταν «ανάβουν τα αίματα» και φτάνουμε αυτό που λέμε «τσακίρ κέφι» τότε μπορεί να αποφασίσουμε να λικνιστούμε αλλά μόνο από το λαιμό και πάνω. Θα κουνήσουμε ρυθμικά το κεφάλι μας ακολουθώντας την μουσική αλλά μέσα στα πλαίσια των περιορισμών ενός ανθρώπινου λαιμού, πάνω κάτω, δεξιά και αριστερά. Εκεί, συνήθως είναι και η ώρα που φεύγουμε σιγά σιγά και πάμε για ύπνο μετά από το «ξεφάντωμα».
Μην βλέπετε κάποιες πίστες νυχτερινών κέντρων ζωντανής ελληνικής μουσικής που είναι γεμάτες και λέτε ότι οι Έλληνες χορεύουν. Εκείνη την ώρα το κέντρο μπορεί να έχει δυο χιλιάδες πελάτες και να χορεύουν οι εκατό. Επίσης το λίκνισμα των γυναικείων γοφών πάνω στο τραπέζι, αν και ευχάριστο θέαμα σε κάποιες περιπτώσεις, ας μην το συμπεριλάβουμε στις παρατηρήσεις μας περί της χορευτικής διάθεσης του Έλληνα. Είναι κάτι άλλο, εκτός του θέματος μας.
Οι λόγοι που συντελούν σε αυτή την «ανωμαλία», δηλαδή στην απουσία του χορού στις νυχτερινές μας εξορμήσεις, έχουν τις ρίζες τους σε μια κοινωνία που ακόμα δεν έχει ξεπεράσει κάποια ταμπού περί του τι είναι αυτό που θεωρούμε «σοβαρό». Υπάρχει η φοβία ότι αν χορέψουμε μπορεί να διαταράξουμε ή ακόμα και να ισοπεδώσουμε, την συμβατική μας εικόνα. Μια αόριστη σοβαρότητα που θέλουμε να αποπνέουμε. Διατηρούμε επίσης μια επιφυλακτική και φοβισμένη στάση προς τον διπλανό μας και δίνουμε μεγάλη σημασία στην άποψη του για εμάς. Υπάρχει μπέρδεμα στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων μας, υποβάθμιση των αισθημάτων μας και καταπίεση του εαυτού μας. Όλα αυτά για την διατήρηση μιας εικόνας η οποία δεν μας ανήκει.
Τις περισσότερες ευθύνες σε αυτό το κοινωνικό φαινόμενο όσον αφορά στον χορό, τις φέρουν οι κύριοι και όχι οι κυρίες. Φυτεύτηκε μέσα μας μια εικόνα, αυτή του σκληρού και σοβαρού άντρα, και αφαιρέθηκε η ουσία που είναι να κάνεις αυτό που αισθάνεσαι για να περάσεις καλά τόσο εσύ όσο και οι γύρω από εσένα και να έχεις αυτοπεποίθηση. Αυτή η σοβαροφάνεια είναι διάχυτη στην κοινωνία μας σε πολλά επίπεδα. Δεν είναι κάτι καινούριο. Θα ξεπεραστεί, τουλάχιστον σχετικά με τον «χορό», όσο η κοινωνία αναπτύσσεται κοινωνικά και πολιτισμικά. Όπως σε όλες τις μεταβατικές περιόδους έτσι και τώρα, συναντιέται αυτός που θέλει να χορέψει με αυτόν που θέλει να παραμείνει ακούνητος, στο ίδιο χώρο διασκέδασης και συγκρούονται οι δυο κόσμοι. Ο παλαιότερος με τον νεότερο. Η ανάπτυξη τα τελευταία δέκα χρόνια των χορευτικών σχολών, οι τηλεοπτικές χορευτικές εκπομπές και τα πολυάριθμα κλειστά πάρτυ χορού, δεν είναι τυχαία. Συμβαίνουν μέσα από την αυξανόμενη ανάγκη, ολοένα και μεγαλύτερου τμήματος του κόσμου, που θέλει όταν βγει να διασκεδάσει χορεύοντας χωρίς να τον δείχνουν.
Μην ψάχνουμε να κρυφτούμε πίσω από δικαιολογίες όπως ότι δεν ξέρουμε να χορεύουμε ή πώς να χορέψουμε όταν είμαστε παρέα με τον κολλητό μας ή ότι η μουσική στο συγκεκριμένο μαγαζί δεν είναι χορευτική ή ότι δεν χορεύει κανείς άλλος, ότι είμαστε κουρασμένοι και ό,τι άλλο μπορεί να σκαρφιστούμε εκείνη την στιγμή. Είναι όλα στο μυαλό μας. Δεν χρειάζεται να ξέρουμε να χορεύουμε. Θα χορέψουμε όπως αισθανόμαστε, είναι απελευθερωτικό. Δεν θα χορέψουμε με τον κολλητό μας, θα χορέψουμε με την διπλανή μας. Το πιο πιθανό είναι να πει ναι! Δεν θα περιμένουμε τους άλλους. Θα ξεκινήσουμε εμείς τον χορό και θα κάνουμε τους άλλους να μας ακολουθήσουν. Θα ακολουθήσουν! Είναι μεταδοτικό. Ο χορός δεν θα μας κουράσει, το αντίθετο, θα μας ξεκουράσει εσωτερικά και θα διασκεδάσουμε περισσότερο από το να κουνάμε μόνο τα μάτια και τον λαιμό μας. Θα αφήσουμε το τσιγάρο και απλά θα χορέψουμε. Θα κουνηθούμε με όποιον τρόπο αισθανόμαστε την μουσική και θα κάνουμε πλάκα με τον εαυτό μας και την παρέα μας. Θα αφήσουμε την παλαιομοδίτικη σοβαρότητα στην δουλειά μας και θα συναντηθούμε με το παιδί που έχουμε όλοι μέσα μας.
Είναι ευκαιρία τώρα τα Χριστούγεννα να ξετυλίξουμε το χορευτικό μας ταλέντο σε όποιο χώρο και αν επιλέξουμε να περάσουμε αυτές τις μέρες. Ακόμα και σπίτι με τον άνθρωπο μας ή την οικογένεια μας. Θα χορέψουμε και θα είναι σίγουρα μια καλύτερη και πιο γεμάτη βραδιά. Όσοι φοβούνται μην η κοπέλα που τους αρέσει τους θεωρήσει γελοίους επειδή χορεύουν, ας τους πούμε απλά ότι είναι ο καλύτερος τρόπος να την γνωρίσουν. Το «σκληρό πεπόνι» και το δήθεν τελείωσαν. Καλά Χριστούγεννα!
ΥΓ. «Η ευκαιρία χορεύει μ’ αυτούς που είναι ήδη στην πίστα.» (H. Jackson Brown, Jr., 1940, Αμερικανός συγγραφέας αυτοβοήθειας)
ΥΓ2. Κοιτάξτε πόσο καλύτερα είναι όταν χορεύουν όλοι! 🙂