Ξανθή Σπανού: «Δυσκολευόμαστε να απολαύσουμε πραγματικά τη ζωή μας»
«Η Άννα είναι μια νέα κοπέλα στο κέντρο της σημερινής Αθήνας. Είναι φωτογράφος, δουλεύει σε ένα φωτογραφείο, χωρίς ωστόσο να εμπλέκεται στο δημιουργικό κομμάτι της δουλειάς της. Είναι αρκετά μοναχική και αυτό οφείλεται τόσο στην προβληματική σχέση που έχει με τη μητέρα της και τις φίλες της, όσο και στην τάση της ίδιας να απομονώνεται. Παρόλα αυτά είναι ένας άνθρωπος που δεν αφήνει τον έξω κόσμο να καταλάβει τι του συμβαίνει. Είναι μια απλή κοπέλα, μπορείς να τη συναντήσεις γύρω σου να κυκλοφορεί, γι’ αυτό και νομίζω ότι είναι αρκετά βασανιστικό αυτό που της συμβαίνει».
Έτσι μου σύστησε η Ξανθή Σπανού την Άννα, κεντρικό χαρακτήρα της νέας ταινίας του Χρήστου Πυθαρά, «Ευτυχία», την οποία και υποδύεται. Η Άννα πάσχει από το σύνδρομο που πάσχουμε οι περισσότεροι σήμερα, το σύνδρομο του να λέμε οτι είμαστε καλά ενώ ο κόσμος γύρω μας καταρρέει, ενώ οι ίδιοι δε μπορούμε να διαχειριστούμε όσα συμβαίνουν – κι αυτό είναι απόλυτα θεμιτό. Για την Άννα ωστόσο όλα αλλάζουν όταν στην πόρτα της βρίσκει post-it που σημαίνουν μια άγνωστης έκβασης αντίστροφη μέτρηση και διακατέχεται από έναν απίστευτο τρόμο οτι κάποιος την παρακολουθεί και θέλει να τη βλάψει. Ένα κόκκινο μπουφάν γίνεται το κόκκινο πανί της και η Άννα απομονώνεται, φοβάται, ξύνεται, ξεσπά.
Πώς προκύπτουν και πού οδηγούν όλα αυτά, θα μάθουμε στην ταινία «Ευτυχία», η οποία προβάλλεται από 23 Μαρτίου στους κινηματογράφους. Μέχρι τότε, ο Βάτραχος συνομιλεί με την ηθοποιό Ξανθή Σπανού και ξεδιπλώνει την ιστορία και το χαρακτήρα της Άννας χωρίς spoilers.
Η Άννα είναι μια γυναίκα γύρω στα 30, η οποία έχει κάνει το μεγάλο βήμα της γενιάς της, να μείνει μόνη, ακόμα κι αν αυτό τη φέρνει αντιμέτωπη με ένα σωρό φοβίες και ψυχοσωματικά αντανακλαστικά. Πώς όμως η ζωή της Άννας συμπυκνώνει αυτή των νέων στην πρωτεύουσα;
«Το οτι ζούμε στην Αθήνα της κρίσης λέει πολλά από μόνο του κι αυτό δεν έχει να κάνει με το οτι οικονομικά δεν τα φέρνουμε βόλτα ή με το οτι κάνουμε πολλές εκπτώσεις στα όνειρα και τις φιλοδοξίες μας», εξηγεί η Ξανθή. «Σηματοδοτεί το οτι και μόνο να κυκλοφορείς στην Αθήνα γίνεται άσχημο επί της ουσίας, δυσβάσταχο πολλές φορές. Είναι μια πόλη με όλα τα κακά της, αφημένη σε πολλά σημεία, άσχημη, γκρίζα, μη φιλική προς το χρήστη. Η Άννα ωστόσο έχει επιλέξει να αποκόψει από τη ζωή της τα όποια καλά μπορεί να έχει. Έχει τις κλειστές της, έχει πρόβλημα να βρίσκεται με τους άλλους και, το πιο σημαντικό, προσπαθεί να λειάνει αυτήν την επί της ουσίας απουσία επαφής με τους άλλους μέσω των επαφών που μπορεί να δημιουργήσει μέσω Διαδικτύου. Αυτή όμως είναι μια λύση που δε σου δημιουργεί πραγματικούς δεσμούς με τους ανθρώπους και τα πράγματα, είναι μια ψευδαίσθηση και μάλιστα από αυτές που σε αποξενώνουν περισσότερο».
Η Άννα τα βρίσκει σκούρα. Αποφεύγει τους φίλους της, λέει ψέματα οτι πηγαίνει σε πάρτι, ξημερώνεται στο Facebook, ακυρώνει άντρες, προτιμά να είναι μόνη της, σε ένα μοτίβο που χαρακτηρίζεται κυρίως από δουλειά – καναπέ – ψιλικατζίδικο και πίσω, χωρίς η ίδια να απολαμβάνει τίποτα απ’ αυτά.
«Δυσκολευόμαστε να απολαμβάνουμε πραγματικά. Οχυρωνόμαστε επειδή φοβόμαστε, τις ανθρώπινες σχέσεις, τις δυναμικές που μπορούν να αναπτύξουν».
«Έχουμε γίνει πολύ επιφυλακτικοί με όλους και με όλα», συνεχίζει η Ξανθή. «Όταν είσαι τόσο κλειστός, δε μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα. Καμώνεσαι οτι τα χαίρεσαι για να μη νιώθεις οτι είσαι έξω από το σύνολο, οτι εσύ είσαι περίεργος και δεν μπορείς να τα χαρείς. Και η Άννα αυτό παθαίνει. Λέει “όχι, είμαι μια χαρά, το’ χω”, αλλά στην ουσία μέσα της αρχίζει και καταρρέει. Παίζουμε πάρα πολύ με τις εντυπώσεις, αλλά αυτές δε μας βοηθούν καθόλου να απολαύσουμε τη ζωή μας».
Έτσι η Άννα υποπίπτει στη μάστιγα της αισθητικοποίησης και επιβολής της ευτυχίας και της καλοπέρασης, «μιας ευτυχίας που μας την επιβάλλουν οι ίδιοι παράγοντες που μας ρωτούν έπειτα “γιατί δεν είσαι καλά;” Νομίζω αυτή είναι η παγίδα, πού προσπαθώ να γίνω λειτουργικός για εμένα τον ίδιο ή για τα standards που θέτουν εξωτερικοί παράγοντες, και πώς χωράει η δική μου ευτυχία στην ευτυχία που οι άλλοι επιβάλλουν πώς πρέπει να την αισθάνομαι ή να την εκφράζω».
Η συνέντευξη μπορούσε να γίνει κλισέ με ερωτήσεις τύπου «ποιές πτυχές του εαυτού σου εντόπισες στην Άννα», ωστόσο πάντα τολμώ τέτοιου τύπου ερωτήσεις, γιατί συνήθως οι άνθρωποι βρίσκουν τρόπους να με εκπλήσσουν: «Τώρα που μου κάνεις την ερώτηση αρχίζω να αναρωτιέμαι εάν έχω αντιμετωπίσει δικές μου πτυχές σε άλλους χαρακτήρες. Ναι, θα μπορούσα να έχω υπάρξει μια φίλη όπως οι φίλες της Άννας. Μπορεί να έχω ενδιαφέρον για τον άλλον και να νοιάζομαι, αλλά δεν αντιλαμβάνομαι τα τείχη που υψώνει και γιατί».
«Είμαστε πολύ απορροφημένοι από τους εαυτούς μας, και αυτό δεν έχει να κάνει με το οτι είμαστε εγωιστές, αλλά με το περιβάλλον μας. Είμαστε τόσο εξοικειωμένοι με το να δείχνουμε πράγματα για τον εαυτό μας, αλλά πόσο εξοικειωμένοι είμαστε με το να μοιραζόμαστε πράγματα για τον εαυτό μας και να είμαστε έτοιμοι να μοιραστεί κάποιος άλλος τον εαυτό του μαζί μας;»
Κλείνοντας τη συζήτησή μας με την Ξανθή, φτάσαμε στο ατού του ελληνικού κινηματογράφου, ο οποίος ανθίζει και δημιουργεί, γράφοντας ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο στην ιστορία του: «Πιστεύω οτι υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να λύσουμε ακόμα. Το μεγάλο μας ατού όμως είναι οτι, για να κάνουμε σινεμά στην Ελλάδα του 2017 με τα πενιχρά μέσα που υπάρχουν και τις λίγες επιδοτήσεις που δίνονται, πρέπει να το θέλουμε πάρα πολύ. Κι όταν θες να πεις κάτι πάρα πολύ, κάπου θα βρει το γκελ του στον κόσμο».
Το τραγικό της ιστορίας είναι οτι η συζήτησή μας με την Ξανθή έγινε στις 23:00 το βράδυ, σε ένα μαγαζί του Μεταξουργείου που ήθελε λίγη ώρα ακόμη για να κλείσει, κι αυτό γιατί η ίδια αναγκάζεται να κάνει ένα σωρό άλλες δουλειές εκτός από το να είναι ηθοποιός: «Ο ηθοποιός σήμερα πρέπει να είναι πολυεργαλείο. Πέρα από τις “δεύτερες” δουλειές, αναγκάζεσαι να κάνεις ένα σωρό άλλα πράγματα. Μέσα σε αυτό το σφιχτό πρόγραμμα που πρέπει να τα χωρέσεις όλα, το οποίο είναι και εξουθενωτικό πολλές φορές, πρέπει, όταν πας να παίξεις, να κάνεις όλα τα υπόλοιπα delete. Πρέπει όσο μπορείς να είσαι εκεί και να κάνεις αυτό που σου ζητά η στιγμή. Δύσκολο. Πώς αφήνεις όλη την καθημερινότητα να μη μπει στη δουλειά σου, ή να μπει, αλλά με έναν τρόπο δημιουργικό και όχι κατασταλτικό; Δύσκολο. Επίσης, μέσα σε όλα αυτά, ο ηθοποιός πρέπει να αναλάβει και το μάρκετινγκ του εαυτού του, να είναι ο ατζέντης του, ο δημοσιοσχεσίτης του, αυτός που προωθεί τις παραστάσεις μέσω Facebook, αυτός που δημιουργεί ομάδες για να μπορεί μαζί με άλλους να πληρώνουν τα ένσημά τους, τα πάντα».
Στις 23 Μαρτίου θα γνωρίσετε λοιπόν την Άννα, μια νέα της εποχής μας, σε έναν κόσμο όπου η ευτυχία επιβάλλεται, καμουφλάρεται, μακιγιάρεται, τρομοκρατεί, διαστρεβλώνει: «Είναι μια ταινία με πολλά διαφορετικά στοιχεία, ενίοτε και αντικρουόμενα. Το ξάφνιασμα, το σασπένς και ο φόβος ή η κλειστοφοβία που μπορεί να προκαλεί μετριάζεται κάπου κάπου από δόσεις μαύρου χιούμορ, αποστασιοποίησης, σαστίσματος. Δε μπορείς να την κατατάξεις εύκολα κάπου και αυτό είναι ενδιαφέρον για την ίδια. Αυτομάτως γίνεται για μένα μια ταινία ενδιαφέρουσα να την παρακολουθήσεις».
* Πληροφορίες για την ταινία, την παραγωγή και τους συντελεστές φιλοξενεί ο Βάτραχος εδώ.