Η νέα οικονομική πραγματικότητα
Σε ένα πολυδιαβασμένο ποίημα του, γραμμένο το 1925, ο μεγάλος Άγγλος ποιητής T.S. Eliot έγραψε: «Έτσι τελειώνει ο κόσμος – Όχι με ένα μπαμ αλλά με ένα κλαψούρισμα».
Ο εκλεπτυσμένος Άγγλος διανοούμενος ήθελε να υπογραμμίσει ότι η καταστροφή δεν είναι πάντα εντυπωσιακά ορατή σαν έκρηξη αλλά μπορεί να γίνει με ένα αργό και μακρύ ξεφούσκωμα.
Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις πού είχαμε μέχρι τώρα έσκασαν με έκρηξη. Τώρα παρατηρείται μία νέα κατάσταση παγκοσμίως, όπου έχουμε ένα αργό και μακρύ ξεφούσκωμα των χρηματιστηρίων.
Η χρηματιστηριακή πτώση στις 10 μεγαλύτερες αγορές του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και αυτής των ΗΠΑ, είναι η μεγαλύτερη από την κρίση του 2008. Η διολίσθηση αυτή αν είχε γίνει σε μία μέρα θα είχε πηχυαίους τίτλους στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων. Επειδή έγινε σε διάστημα εξήντα ημερών περνά απαρατήρητη.
Ένα πρώτο εξόφθαλμο παράδειγμα είναι η κάποτε ανθούσα οικονομία της Βραζιλίας, όπου μία περίπτωση φτάνει για να δείξει την παρούσα της κατάσταση. Η μετοχή της περίφημης κρατικής εταιρείας πετρελαίου Petrobras έχασε το 95% της αξίας της.
Όταν τον Σεπτέμβριο του 2008 ο Dow Jones έχασε 777 μονάδες σε μία μέρα δημιουργήθηκε πανικός. Φέτος που έχασε 2000 μονάδες από το κορύφωμα του τα πράγματα θεωρούνται ομαλά διότι συνέβησαν σε μεγαλύτερη χρονική περίοδο.
Η Κίνα, που είναι από τις ελάχιστες ατμομηχανές των διεθνών αγορών, είδε το χρηματιστήριο της Σαγκάης φέτος να χάνει 40% της αξίας του και η Ινδία επιβραδύνει συνεχώς τους ρυθμούς ανάπτυξης της.
Η κατάσταση της κινεζικής Οικονομίας είναι πολύ σημαντική γιατί η Κίνα δημιούργησε 5 από τα 17 τρις δολάρια του παγκόσμιου ΑΕΠ από το 2007, αλλά και διότι η τεράστια κατανάλωση της σε πρώτες ύλες κινεί την παγκόσμια οικονομία. Όμως στην Κίνα το χρέος των ιδιωτικών επιχειρήσεων ανέβηκε από τα 4 τρισεκατομμύρια το 2004 στα 18 τρισεκατομμύρια το 2014!
Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η εικόνα στην Ευρώπη. Η ΕΚΤ έριξε στην αγορά 1,1 τρισεκατομμύριο ευρώ νέο χρήμα. Ενώ θα ήταν αναμενόμενη μία άνοδος των χρηματιστηρίων, το χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης έπεσε 25%, της Γαλλίας 18%, της Ιταλίας 15% και αντίστοιχα τα άλλα χρηματιστήρια. Το χρήμα της ΕΚΤ πήγε βεβαίως κατά πλειοψηφία στα κρατικά ομόλογα διότι πρωτεύων σκοπός της ήταν να μειώσει το βάρος του χρέους ελαφρύνοντας τα επιτόκια, όμως τόσο χρήμα στην αγορά θα έπρεπε τουλάχιστον να στηρίξει τα χρηματιστήρια- αλλά αυτό δεν έγινε.
Αυτός είναι και ο λόγος που η Πρόεδρος της Fed κυρία Γέλεν δεν τόλμησε να αυξήσει τα αμερικανικά επιτόκια. Έτσι, τα 3,5 τρισεκατομμύρια δολάρια που έριξε η Fed ως ποσοτική χαλάρωση και τα 8 τρισεκατομμύρια δολάρια που έκανε έλλειμμα η αμερικανική κυβέρνηση ούτε τα χρηματιστήρια τελικά δεν μπορούν να στηρίξουν.
Ταυτόχρονα, παρ’ όλη την αυξημένη ρευστότητα, συνεχίζει να υπάρχει πολύ χαμηλός πληθωρισμός, σχεδόν αποπληθωρισμός. Μία κύρια αιτία του αποπληθωρισμού, παρ’ όλες τις χρηματικές ενέσεις, είναι η υποκατανάλωση η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι στις ΗΠΑ για παράδειγμα, το εισόδημα των νοικοκυριών έχει πέσει στα επίπεδα που ήταν το 1998.
Ο δεύτερος λόγος είναι η έλλειψη παραγωγικών επενδύσεων. Όσο χρήμα και να ρίχνεται στην αγορά, αυτό πηγαίνει κυρίως να βουλώσει της μαύρες τρύπες των κρατικών χρεών πρωτευόντως και δευτερευόντως στις χρηματιστηριακές αξίες. Επειδή τώρα οι τράπεζες και οι υπόλοιποι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί απομακρύνονται διακριτικά από τα χρηματιστήρια, το ερώτημα είναι που θα οδεύσει η ποσοτική χαλάρωση.
Μία ένδειξη για το που οδεύει η ποσοτική χαλάρωση είναι η ακόλουθη. Ενώ οι πωλήσεις σπιτιών στις ΗΠΑ είναι 60% κάτω από το 2005, οι τιμές είναι 15% πάνω. Αυτό σημαίνει ότι κάποιοι αλλοιώνουν την αγορά ενθαρρύνοντας αποταμιευτές, πιθανώς με μόχλευση, να τα αγοράσουν με τα πολύ χαμηλά επιτόκια που κυριαρχούν στην αγορά τώρα, δημιουργώντας νέα δομημένα ομόλογα με στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου, τα γνωστά subprimes τα οποία πάλι προωθούνται στους αποταμιευτές ως υψηλής απόδοσης. Αυτά βέβαια σήμερα χρηματοδοτούνται από την διαθέσιμη ρευστότητα, στο μέλλον όμως θα γίνουν τοξικά.
Αυτό που φαίνεται με τα παραπάνω παραδείγματα είναι ότι υπάρχει διαστροφή στην χρηματοδότηση της αγοράς. Δεν χρηματοδοτούνται μακροχρόνιες επενδύσεις. Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί εκμεταλλεύονται κερδοσκοπικά την ποσοτική χαλάρωση και οι κυβερνήσεις την χρησιμοποιούν για να αποφύγουν επώδυνες μεταρρυθμίσεις.
Πουθενά η ποσοτική χαλάρωση δεν στηρίζει καινοτόμες παραγωγικές επενδύσεις. Το ΑΕΠ της κάθε προηγμένης δυτικής χώρας έχει υποστεί ποιοτική αλλοίωση διότι στηρίζεται όλο και περισσότερο σε υπηρεσίες παρά στην παραγωγή αγαθών, δεν πρέπει όμως να αξιολογούμε το εισόδημα που παράγεται από κομμωτήρια ως ίσης αξίας με αυτό που παράγεται από κατασκευή εργαλειομηχανών.
Έτσι η ποσοτική χαλάρωση μετατρέπει την οξεία κρίση βραχείας χρονικής διάρκειας σε μακρά καθοδική πορεία, ένα είδος αργής κατάρρευσης.
Οι κρίσεις έρχονται κάθε 6-8 χρόνια. Η τελευταία κρίση ήταν το 2008 συνεπώς νομοτελειακά θα έπρεπε να περιμένουμε κρίση φέτος ή του χρόνου.
Η κρίση έρχεται πάντοτε με την άνοδο των επιτοκίων. Όσο τα επιτόκια παραμένουν σχεδόν μηδενικά η κρίση εμφανίζεται με άλλους τρόπους.
Ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο εμφανίζεται η κρίση σήμερα είναι η οικονομική στασιμότητα, η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, η έλλειψη επενδύσεων μακροχρόνιας απόδοσης και η εστίαση των επιχειρήσεων σε βραχυχρόνια κερδοσκοπικά σχήματα χρησιμοποιώντας τον δανεισμό όχι για δημιουργία νέων δραστηριοτήτων, αλλά για κινήσεις με άμεσο χρηματιστηριακό αντίκτυπο όπως εξαγορές και συγχωνεύσεις.
Έτσι φτάσαμε στο σημείο όπου τα 3/4 του παραγόμενου ΑΕΠ στη Δύση να προέρχεται από εσωτερικά καταναλωμένες υπηρεσίες και μόνο το 1/4 από διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά.
Η προτεραιότητα του πλουτισμού έχει αλλάξει. Γιατί να κινηθεί ο επενδυτής στα αβέβαια πεδία της επένδυσης στην καινοτομία όταν οι χρηματιστηριακοί του σύμβουλοι τού δείχνουν το υποτιθέμενα γρηγορότερα κερδοφόρο πεδίο της αγοράς περιουσιακών στοιχείων πάσης φύσεως.
Η νοοτροπία πού έχει δημιουργηθεί είναι για μία ανάπτυξη στηριγμένη στον δανεισμό και όχι οργανικά προερχόμενη. Η καταγραμμένη ανάπτυξη δεν είναι αυτοδύναμη και η ποιότητα της είναι χαμηλή, είναι η ποιότητα της κατανάλωσης και όχι της δημιουργίας. Η πραγματική ανάπτυξη στην Δύση ή λιμνάζει ή ακόμα χειρότερα, έφτασε τα όρια της.
Οι κυβερνώντες έχουν το δίλημμα ή να συνεχίσουν την άμετρη χρηματοδότηση της οικονομίας με την ψεύτικη ανάπτυξη, όπου τρείς μονάδες δανεισμού αυξάνουν μόνο μία μονάδα το ΑΕΠ ή να συγκρατήσουν τον δανεισμό και να έχουν μία οξεία και όχι σταδιακή κρίση.
Είναι βέβαιο ότι η κρίση θα γίνει κάποτε οξεία. Οι κυβερνώντες ελπίζουν να μην συμβεί αυτό στην βάρδια τους.
* Περισσότερα άρθρα στο www.kassandros.gr