Μαρίζα Ρίζου: «Προτιμώ να πατάνε τα πόδια μου κάτω»
Ο βάτραχος συζητά με τη Μαρίζα Ρίζου λίγο πριν τη νέα εμφάνισή της στο Gazarte – χαρούμενη αλλά προσγειωμένη, μας μιλά για την ευτυχία, τις συνεργασίες, το “άστρο” του καλλιτέχνη και τη ζωή στην Αθήνα.
Η Μαρίζα Ρίζου, πάντα χαμογελαστή και με μια δόση τρέλας, με βρήκε στο Μαρούσι για ένα μεσημεριανό καφέ. Με αφορμή τη sold out εμφάνισή της τον Οκτώβριο στο Gazarte, τη συμμετοχή της σε διαφημιστικά projects, τη συναυλία αλληλεγγύης στη Χαλκίδα και τη λατρεία της για την pop jazz, είχαμε πολλά να πούμε.
Με ένα πρόγραμμα που παραμένει σε γενικές γραμμές το ίδιο, βασισμένο σε τραγούδια της Μαρίζας και αγαπημένες διασκευές, και ένα κοινό (κάθε ηλικίας) εκστασιασμένο, η ίδια παραδέχεται πως στο Gazarte ήταν ένα από τα πιο όμορφα live της ζωής της: «Δεν το περίμενα σε καμία περίπτωση. Ήταν τεράστια χαρά. Ήλπιζα να έχει κόσμο, αλλά με τίποτα δεν περίμενα αυτό που έγινε, πόσο μάλλον να μείνει κόσμος απέξω. Την επόμενη μέρα δεν ήξερα πώς να το χειριστώ. Συνήθως δε γράφω στο facebook “ευχαριστήρια”, αλλά πραγματικά ήταν από τα πιο ωραία live της ζωής μου, δε γινόταν να μη γράψω τίποτα!». Η αλήθεια είναι πως φαινόταν πολύ χαρούμενη, αλλά αρκετά προσγειωμένη. «Πιστεύω γενικά στη φυσική ροή των πραγμάτων και δεν ενθουσιάζομαι με αυτά. Χαίρομαι, αλλά δεν ενθουσιάζομαι. Προτιμώ να πατάνε τα πόδια μου κάτω και το κεφάλι μου να μένει προς τα κάτω».
Μετά της συνεργασία της αυτή, από την οποία έμεινε ιδιαίτερα ευχαριστημένη, φαίνεται να έχει μια πολύ κατασταλαγμένη άποψη για το τι χρειάζεται μια σκηνή ώστε να σταθεί στα πόδια της και να επιβιώσει στο συγκεκριμένο χώρο: «Mια σκηνή πρέπει να έχει συνέπεια. Να κάνει σωστές επιλογές καλλιτεχνών, καλή διαφήμιση και, πάνω απ’ όλα, επένδυση σε έναν καλλιτέχνη: να δίνει προτού να πάρει, γιατί μόνο έτσι θα πάρει τελικά. Οι επιχειρηματίες στην Ελλάδα χωλαίνουν σε αυτό το σημείο. Μια σκηνή πρέπει να έχει ύφος. Χωρίς ύφος μπερδεύει τον κόσμο και δε μπορεί να φτιάξει το κοινό της». Η ίδια μάλιστα χειροκροτεί την ανακαίνιση του Gazarte και την προσεγμένη διακόσμησή του. Θεωρεί, αν μη τι άλλο, πως αυτός ο χώρος «της ταιριάζει».
Το κομμάτι που έφερε τη Μαρίζα στο προσκήνιο τα πρώτα χρόνια της καλλιτεχνικής της δραστηριότητας ήταν η διασκευή στο κομμάτι του Φοίβου Δεληβοριά, «Η Μπόσα Νόβα του Ησαΐα», για το οποίο φαινόταν πολύ χαρούμενη: «Στην αρχή είχα άγχος γιατί ο Φοίβος δεν το είχε ακούσει ακόμα. Τώρα, κάθε φορά που με έβλεπε, μου έλεγε “Ρε Μαρίζα, αυτό είναι καινούργιο κομμάτι!”. Έτσι, “πήρα φόρα”! Άνοιξα και τη συναυλία του στην Τεχνόπολη το καλοκαίρι που μας πέρασε και τραγουδήσαμε μαζί ένα από τα πιο ωραία τραγούδια που έχει γράψει, το “Καταφύγιο”».
Το Μάρτιο κυκλοφόρησε το «Γλυκό πρωί» και ακόμη η ίδια δε μπορεί να προσδιορίσει ακριβώς τη γεύση αυτού του δίσκου, καθώς δεν έχει κλείσει ούτε ένα χρόνο κυκλοφορίας. Παρόλα αυτά, φαίνεται ικανοποιημένη και δικαιωμένη από το αποτέλεσμα, τη συνεργασία με τους μουσικούς και τους ανθρώπους που τη συντροφεύουν – η ίδια σιχαίνεται τη λέξη «συνοδεύουν», καθότι αναγνωρίζει πως σε αυτήν την πορεία δεν είναι μόνη της – και ελπίζει όλα να κυλήσουν ομαλά στη συνέχεια.
Στις 30 Νοεμβρίου, η Μαρίζα θα εμφανιστεί στη Χαλκίδα, στο θέατρο Παπαδημητρίου για μια μουσική συναυλία με τίτλο «Για σένα τραγουδάμε». Η ιδέα ξεκίνησε κάπως έτσι: «Την πρωτοβουλία πήρε ο Στάθης Δράκος (μέλος των Minor Project), ο οποίος είναι από τη Χαλκίδα. Τα έσοδα θα πάνε για έναν πολύ καλό σκοπό και, εννοείται, ότι θα πάμε όλοι με πολλή χαρά. Θα είναι και η Μαριέττα Φαφούτη, ο Κωστής Μαραβέγιας, η Ηρώ, η Dusk και o Ηλίας Βαμβακούσης».
«Αν κάποιος είναι άριστος μουσικός, αλλά δεν είναι σωστός άνθρωπος, δε με αφορά.»
Τυχαίνει καμιά φορά να συνδυάζουμε καλλιτέχνες, συνήθως γιατί τους βλέπουμε συχνά σε κοινές εμφανίσεις. Στην ερώτησή μου, λοιπόν, για το αν στη μουσική υπάρχουν «κλίκες», η Μαρίζα απάντησε σίγουρη πως οι σχέσεις μεταξύ καλλιτεχνών είναι όμοιες με οποιεσδήποτε άλλες κοινωνικές σχέσεις: «Πιστεύω ότι υπάρχουν ακριβώς ίδιες σχέσεις, όπως υπάρχουν στην κοινωνία. Δε είναι δυνατόν να μη γίνονται συνεργασίες και με το κριτήριο της συμπάθειας. Δεν είναι ανθρώπινο. Αν κάποιος είναι άριστος μουσικός, αλλά δεν είναι σωστός άνθρωπος, δε με αφορά. Αντίθετα αν θαυμάζω κάποιον και είναι ωραίος άνθρωπος, θα θέλω να συνεργαστώ μαζί του, να πηγαίνουμε για καφέ, να ανταλλάζουμε μουσικές απόψεις, όπως συμβαίνει με τον Κωστή Μαραβέγια, τη Νατάσσα Μποφίλιου, το Θέμη Καραμουρατίδη, τη Μαριέττα Φαφούτη που είμαστε και πολύ καλές φίλες, και άλλους».
Καθώς αργότερα η Μαρίζα ανακαλούσε τον καιρό που πρωτομπήκε στα μονοπάτια της jazz, με τη Julie London και το «Cry me a river», φτάσαμε στη λατρεία της, το Michael Bublé. «Εννοείται πως έπαθα πλάκα με τη φοβερή μπάντα του και εννοείται πως έκλεισα εισιτήρια για Μαδρίτη, ώστε να τον δω live! Είπα πως, αν με ενδιαφέρει να κάνω αυτό το πράγμα, πρέπει να δω από κοντά τι κάνει αυτός ο άνθρωπος τόσο καλά». Τα στοιχεία που την γοήτευσαν στο Michael, και σε κάθε καλλιτέχνη άλλωστε, ήταν δύσκολο να τα απομονώσει και να τα απαριθμήσει: «Για μένα δεν έχει τόσο σημασία να έχεις καλή φωνή ή πολύ καλή εμφάνιση. Μετράει αυτό το “κάτι” που έχει ο καλλιτέχνης πάνω από το κεφάλι του και λέγεται «άστρο». Αυτός ο άνθρωπος έχει χιούμορ, φωνή, άνεση, πολύ καλή σχέση με τους μουσικούς του. Θαυμάζω, λοιπόν, όλο αυτό το «πακέτο». Προφανώς δεν είναι το είδωλό μου, αλλά βρίσκω τον εαυτό μου μέσα από αυτόν τον άνθρωπο. Πολλές φορές είναι η δύναμή μου».
Ένας μόνο άνθρωπος αρκεί για τη Μαρίζα να είναι η δύναμη, αλλά και η ευτυχία της τελικά, φτάνει μόνο να χαμογελάσει και να χαρεί κι αυτός με τη χαρά της: «Πιστεύω ότι δεν έχει νόημα αν δε μπορείς να μοιραστείς τη χαρά σου. Κι είναι πολύ δύσκολο κάποιος να τη νιώσει και να χαρεί μαζί σου. Στα δύσκολα όλοι θα σου χτυπήσουν την πλάτη και θα πάρουν λίγη επιβεβαίωση από τη δική σου δυσκολία». Οι εικόνες της ευτυχίας δεν είναι παρά μικρά καθημερινά πράγματα, όπως «να ανάψουμε το τζάκι με φίλους, να μαγειρεύουμε και να τσακωνόμαστε για το ποιος είναι ο δολοφόνος στο “Πέφτει η νύχτα στο Παλέρμο”! Είναι μεγάλη η χαρά να δημιουργείς τραγούδια που αρέσουν στον κόσμο, αλλά η προσωπική ευτυχία, πέρα από την καλλιτεχνική ικανοποίηση, είναι να έχεις ανθρώπους να μοιράζεσαι ωραίες στιγμές».
Τη σχέση της με την Αθήνα τη χαρακτήρισε «σχέση αγάπης και μίσους». Υπάρχουν πράγματα που λατρεύει αλλά και στοιχεία ή συμπεριφορές που δε μπορεί να αντέξει, όπως «την έλλειψη σεβασμού στους ανθρώπους με αναπηρία, στο περιβάλλον, με τα άπειρα τσιγάρα που σβήνονται στην άμμο το καλοκαίρι ή τα άπειρα σκουπίδια που πετιούνται από τα αμάξια. Για αυτά τα πράγματα μπορώ να “σκοτωθώ” με τον άλλον. Γενικά με ενοχλεί η αγένεια κάθε τύπου, κι αυτό δεν έχει να κάνει με την πόλη ή με τη χώρα». Παρόλα αυτά, η ίδια δηλώνει αισιόδοξη και πιστεύει πως θα πάψουμε πλέον να διεκδικούμε τα αυτονόητα. «Το μόνο που με στεναχωρεί είναι όταν υπάρχουν παιδιά μπροστά σε τέτοιες συμπεριφορές. Εκεί μόνο ανησυχώ λίγο».
Η ευχή της Μαρίζας λίγο πριν φύγει για να επιστρέψει σε ένα studio γεμάτο μουσικές και φιλικά πρόσωπα ήταν τόσο απλή, αισιόδοξη και ανθρώπινη, όσο και η ίδια η Μαρίζα στη συζήτησή μας εκείνο το μεσημέρι: «Πιστεύω πως υπάρχουν πολλοί δυστυχισμένοι άνθρωποι αυτή τη στιγμή, γιατί κάποτε δε συνειδητοποιούσαν πόσο σημαντικό είναι να ξυπνάς και να είσαι ευτυχισμένος που πας στη δουλειά σου. Εύχομαι, λοιπόν, όλο και περισσότεροι άνθρωποι, ειδικά νέοι, να επιλέγουν δουλειές που πραγματικά αγαπούν και γουστάρουν, ώστε να είναι πιο ευτυχισμένοι και αποδοτικοί. Έτσι θα αρχίσουν να αλλάζουν πολλά πράγματα, ακόμα και στην οικονομία».
* Η Μαρίζα Ρίζου εμφανίζεται σήμερα (23/11) στο Gazarte (Βουτάδων 32-34, Γκάζι).