Συνωμοτεί τελικά το σύμπαν;
Η διάσημη φράση του βραζιλιάνου συγγραφέα Πάουλο Κοέλιο στο best seller βιβλίο του «Ο Αλχημιστής», φαίνεται να μας «μαρτυρά» ένα κοσμικό μυστικό: ότι όταν θέλουμε κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το καταφέρουμε. Πόση αλήθεια κρύβει τελικά αυτή η ίσως «Προμήθεια» γνώση;
Στο μυθιστόρημα «Ο Αλχημιστής» εξιστορείται η πορεία ενός νεαρού άνδρα που ταξιδεύει ανά το κόσμο ψάχνοντας για το θησαυρό που ονειρεύτηκε. Είναι ένα αλληγορικό βιβλίο με πάμπολλες μεταφορές και συμβολισμούς που προτρέπουν και ενθαρρύνουν τον κάθε άνθρωπο να κυνηγήσει τα θέλω του και να πιστέψει στο εαυτό του. Πρόκειται για ένα από τα πιο αγαπημένα μου βιβλία και νιώθω τυχερός που το διάβασα ίσως στην πιο κατάλληλη ηλικία. Η πιο διάσημη φράση του, όμως, έχει υπερκαλύψει όλο το βιβλίο, τον συγγραφέα μαζί με το υπόλοιπο συγγραφικό του έργο και έχει παρασύρει σε ατελείωτες σκέψεις και συζητήσεις όλους τους αναγνώστες του και όχι μόνο. Φαίνεται σαν ο κόσμος να έχει διχαστεί σε αυτούς που συμφωνούν ότι το σύμπαν ακούει και σε αυτούς που υποστηρίζουν ότι είναι παντελώς κουφό. Ο Βάτραχος δεν αντέχει άλλο αυτή την θεωρητική διαμάχη. Κατά αποκλειστικότητα κατάφερε να μιλήσει με το σύμπαν και σας μεταφέρει εδώ την απάντηση του.
Ο ρεπόρτερ του The Frog γράφει: «Αθήνα, 10 Σεπτεμβρίου 2014. Βρίσκομαι στην πλατεία Συντάγματος. Είναι μεσημέρι, έχει ήλιο. Ο κόσμος πηγαινοέρχεται ασταμάτητα. Κάθομαι σε ένα από τα μαρμάρινα παγκάκια κοντά στο σιντριβάνι. Κρατώ έναν καφέ που πήρα πριν λίγο και ανυπομονώ να πιω μια γουλιά αλλά είναι ακόμα καυτός. Κοιτώ το ρολόι μου και είναι ακριβώς. «Θα έπρεπε να είναι εδώ», σκέφτομαι και σηκώνοντας το κεφάλι μου, το βλέπω μπροστά μου να μου χαμογελά. Με αιφνιδιάζει. Σηκώνομαι, το χαιρετώ και συστήνομαι. Ευγενικά ανταποκρίνεται και μου σφίγγει το χέρι εγκάρδια. Καθόμαστε στο ίδιο παγκάκι και βγάζω το σημειωματάριό μου με τις ερωτήσεις. Με κοιτά όπως ένας γονέας παρατηρεί το παιδί του. Έχει ένα αμυδρό χαμόγελο στο πρόσωπο, ένα μειδίαμα. Πριν προλάβω να κάνω την πρώτη ερώτηση με προλαβαίνει λέγοντας μου πόσο πολύ θα ήθελε να είχε και αυτό ένα καφέ αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε να πάρει. Του προσφέρω τον δικό μου και αρνείται ευγενικά. «Εγώ το πίνω με λίγο γάλα» μου λέει και το χαμόγελο επιστρέφει.
Ξεκινώ: «Στην εφηβεία μου διάβασα ένα βιβλίο, τον “Αλχημιστή”. Μέσα σε αυτό το βιβλίο υπάρχει μια φράση η οποία υποστηρίζει ότι αν ο άνθρωπος θέλει κάτι πραγματικά πολύ, τότε το σύμπαν, δηλαδή εσύ, συνωμοτείς, δηλαδή αυτό-χειραγωγείσαι φαντάζομαι, για να πραγματοποιήσεις την επιθυμία του. Θεωρητικοί και μη είναι διχασμένοι. Άλλοι λένε ότι ο κάθε ένας από μας είναι κομμάτι σου, οπότε αν θέλουμε κάτι πολύ τότε κατά κάποιο τρόπο σε επηρεάζουμε προς αυτό που επιθυμούμε. Κάτι σαν το γουργουρητό που κάνει το στομάχι μας όταν πεινάμε. Η κάθε ανθρώπινη επιθυμία συμβολίζει το γουργουρητό και το σύμπαν συμβολίζεται από τον άνθρωπο που το αισθάνεται, ο οποίος και καταλήγει να φάει κάτι, δηλαδή να εκπληρώσει την επιθυμία. Υπάρχουν φυσικά και αυτοί που λένε ότι όλα αυτά είναι ανοησίες και ότι απλά, όταν θέλουμε κάτι πολύ κάνουμε ό,τι μπορούμε για να το πετύχουμε και έτσι αυξάνουμε τις πιθανότητες επιτυχίας, αλλά αυτό, σε καμιά περίπτωση δεν είναι εγγύηση για την επιτυχία. Έχει διχάσει πολύ κόσμο αυτή η φράση και μιλώντας σου με απόλυτη ειλικρίνεια έχω μπουχτίσει και εγώ αλλά και εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι με αυτήν. Όσο θετική και αν είναι η επίδραση της στον τρόπο σκέψης μας και όσο και σεβασμό να τρέφω προς το νόημα της αλλά και τον συγγραφέα της, επιτέλους σε παρακαλώ να μας απαντήσεις αν είναι αλήθεια για να μπει ένα τέλος σε αυτή την διαφωνία μεταξύ των μεν και των δε. Λοιπόν, συνωμοτείς για να πετύχω αυτό που θέλω; Όταν το θέλω πολύ, εννοείται».
Είχα την αίσθηση ότι η ερώτηση μου δεν άφηνε περιθώρια για ελιγμούς στην απάντηση που θα έπρεπε να εισπράξω. Δεν ήθελα υπεκφυγές. Σκέπτομαι όμως ότι ίσως να ήμουν απότομος, ίσως να έπρεπε να ξεκινήσω πιο μαλακά. Απορροφημένος από αυτές τις σκέψεις και αφού έχουν περάσει μόνο ελάχιστές στιγμές, «κόκκοι» χρόνου, λαμβάνω την απάντηση. «Όχι» μου λέει και μετά σιωπή. Το κοιτώ. Με κοιτά. Φυσικά δεν είμαι έτοιμος για αυτή την απάντηση. Αμφισβητώ την ακοή μου και το ρωτώ ξανά «Τι; Συγνώμη, δεν άκουσα». Το επαναλαμβάνει άμεσα: «Όχι, δεν συνωμοτώ για να σου εκπληρώσω την επιθυμία που πραγματικά θες πολύ». Έχω μια αντανακλαστική και ασφυκτική ανάγκη να διαμαρτυρηθώ. Νιώθω να αδικούμαι κατάφορα. Ανασυγκροτούμαι και με ψυχραιμία αναπτύσσω περεταίρω το ερώτημα μου λέγοντας «δεν είναι άδικο αυτό; Δεν είμαστε και εμείς οι άνθρωποι ένα μικρό κομμάτι σου; Πώς είναι δυνατόν να αδιαφορείς έτσι στις επιθυμίες μας;».
Ο συνομιλητής μου μάλλον νιώθει την προβαλλόμενη στον τόνο της φωνής μου αγανάκτηση και με ήρεμο και συγκαταβατικό τόνο μου απαντά: «Σκέψου κάτι απλό, σε ανθρώπινο μέτρο, για να το καταλάβεις. Έχεις δυο ανθρώπους που επιθυμούν κάτι το ίδιο πολύ αλλά η εκπλήρωση της μιας επιθυμίας επηρεάζει αρνητικά και εν τέλει ακυρώνει την άλλη. Πώς μπορώ να εκπληρώσω ταυτόχρονα και τις δυο επιθυμίες χωρίς να παραβώ τους φυσικούς νόμους μου; Για να νιώσεις λίγο με ανθρώπινα μέτρα το μέγεθος, πάρε αυτή την σύγκρουση συμφερόντων δυο ανθρώπων και πολλαπλασίασε επί τους ανθρώπους πάνω στην Γη και το γινόμενο αυτό πολλαπλασίασε το στο άπειρο, γιατί τόσοι είναι οι συμπαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν τον κόσμο σας. Όλα παίζουν ρόλο και στο λέω γιατί το ξέρω αφού όλα τα ελέγχω. Αλλά δεν είναι αυτοί οι πρακτικοί λόγοι που με σταματούν. Θα μπορούσα να τους ξεπεράσω. Η αλήθεια είναι ότι δεν θέλω να το κάνω. Εσείς οι άνθρωποι μπορεί να επιθυμείτε τον εύκολο δρόμο, αυτόν όπου υπάρχει ένα Τζίνι όπως λέτε και αν τρίψεις το μαγικό λυχνάρι αρκετά θα βγει και θα σου πραγματοποιήσει την επιθυμία. Όχι. Δεν είναι έτσι. Έχω απεριόριστη δύναμη αλλά λυπάμαι, δεν δουλεύει έτσι». Έχω μείνει άναυδος γιατί πλέον παρατηρώ μια αγανάκτηση να αναδύεται από το σύμπαν αντί από εμένα.
Συνεχίζει: «Η φράση αυτή όμως του συγγραφέα, πριν φτάσει στην εκπλήρωση της επιθυμίας, αναφέρει κάτι πολύ σημαντικό, γράφοντας “όταν θες κάτι πολύ”. Προϋποθέτει δηλαδή, ότι ξέρεις τι θες. Πιστεύεις ότι όλοι οι άνθρωποι ξέρουν τί θέλουν; Και αν κάποιοι ξέρουν τη θέλουν, πόσοι από αυτούς κάνουν αυτά που πρέπει να κάνουν για να το πετύχουν; Όταν φτάσεις στον ποσοστό αυτών που ξέρουν τι θέλουν και κάνουν αυτά που πρέπει να κάνουν για να το πετύχουν τότε σε διαβεβαιώνω δυο πράγματα. Πρώτον, ότι το ποσοστό αυτό είναι πολύ μικρό και δεύτερον, ότι αυτοί που ανήκουν σε αυτό το ποσοστό, πάντα πετυχαίνουν τον σκοπό τους».
Απέφυγα το βλέμμα του και έσκυψα πάνω από το σημειωματάριο μου προβληματισμένος. Επί τη ευκαιρία μιας τόσο σπάνιας συνάντησης είχα προετοιμάσει μια σειρά από ερωτήσεις και αποφάσισα να προχωρήσω στην επόμενη. Με το που σήκωσα το κεφάλι μου για να συνεχίσω διαπίστωσα ότι είχε φύγει. «Αναμενόμενο», σκέφτηκα. Πήρα τον καφέ μου που είχε πια κρυώσει αρκετά ώστε να πιω την πρώτη μου γουλιά. Αναρωτήθηκα, τί είναι τελικά ποιο σημαντικό, το σύμπαν να εκπληρώνει τις έντονες επιθυμίες μας ή να μας επιτρέπει να προσπαθούμε να τις εκπληρώσουμε εμείς;»