Τέχνη και καλλιτέχνες
«Η κανιβαλική μας κοινωνική δομή αντιμετωπίζει τον καλλιτέχνη σαν τον τρελό του χωριού που επιθυμεί να καλοπεράσει παρασιτικά χωρίς να προσφέρει κάτι απτό….»
της Ντάνας Παπαχρήστου*
Μέσα στη δίνη και την εθνική κατάθλιψη της παγκόσμιας κρίσης πολλά είναι τα στοιχεία της ζωής μας που αλλάζουν. Ο καθένας από τη σκοπιά του και την εξειδίκευσή του μπορεί να συνειδητοποιήσει αλλαγές που συντελούνται και δε θα επανέλθουν, ή δε θα γίνουν ποτέ, όπως ήταν και όπως θα ήθελε να είναι. Από τη μεριά μου, ως μουσικός, και καθώς περνάω τον τελευταίο καιρό για μια ακόμα φορά από τη διαδικασία της μελέτης στο πιάνο και τη σύνθεση, διαπιστώνω με μεγάλη μου λύπη κακώς κείμενα που δεν πρόλαβαν ποτέ να διορθωθούν στην Ελλάδα σε σχέση με την τέχνη, τους καλλιτέχνες και την καλλιτεχνική εκπαίδευση.
Στην Ελλάδα ο καλλιτέχνης είναι μια εξωτική και γραφική φιγούρα. Δεν έχει «κανονική» δουλειά γιατί δεν χρειάζεται χρήματα. Η κανιβαλική μας κοινωνική δομή τον αντιμετωπίζει σαν τον τρελό του χωριού που επιθυμεί να καλοπεράσει παρασιτικά χωρίς να προσφέρει κάτι απτό. Τί προσφέρει ένα ποίημα, μία θεατρική παράσταση, τί χρησιμεύει αν χορεύεις όμορφα ή συνθέτεις ένα μουσικό έργο; Δεν είσαι μισθωτός ούτε παράγεις κάτι λειτουργικό που μπορεί να καταναλωθεί απ’όλους, δεν παρέχεις υπηρεσίες, άρα δεν έχεις μερίδιο στην οικονομική δοσοληψία των τάξεων. Συμβάλλεις, βέβαια, στην άνθιση της βιομηχανίας της εμπορικής μορφής της τέχνης και της νυχτερινής ζωής, αλλά το κάνεις ευχάριστα, αφιλοκερδώς, γιατί είσαι ψώνιο, χρειάζεσαι την έκθεση και την προβολή. Όταν σου κάνουν την τιμή να σου προσφέρουν αυτήν την προβολή, τότε τρέφεσαι με χειροκρότημα, δεν έχεις καμία άλλη ανάγκη. Τους λογαριασμούς σου μπορείς να τους πληρώνεις από την πρωινή σου δουλειά, αυτή που κάνεις ως χρήσιμο μέλος της κοινωνίας όταν δεν ασχολείσαι με το χόμπυ σου, την τέχνη.
Η άγνοια κάνει τους περισσότερους ανθρώπους να πιστεύουν ότι ο καλλιτέχνης δεν εργάζεται, τεμπελιάζει, δημιουργεί κάποιο έργο ή κάνει κάποια πρόβα-παράσταση αραιά και που και διάγει μία ζωή μέσα στη νύχτα, με ήθη «ελεύθερα», την ώρα που οι υπόλοιποι κοιμούνται για να πάνε στην «κανονική» δουλειά τους. Ο μουσικός είναι εκείνη η ψωνάρα από την οποία απαιτούμε να γεμίζει ένα μαγαζί από φίλους και θαυμαστές του και στον οποίο, για την ευκαιρία που του δώσαμε να παρουσιάσει τη δουλειά του, δεν χρειάζεται να τον πληρώσουμε αλλά του κερνάμε τα δύο πρώτα ποτά που θα πιει. Ο εικαστικός και ο φωτογράφος είναι οι ψωνάρες που, αν βρουν χώρο, θα πληρώσουν τα έξοδα του στησίματος της έκθεσής τους και θα πάρουν ένα ποσοστό από 40 μέχρι 20 τοις εκατό από τις πωλήσεις των έργων τους. Για performances και installations ούτε λόγος, δεν αγοράζονται ούτε καν ως επένδυση καθώς δεν μπορούν να διακοσμήσουν το σαλόνι. Ο ποιητής και ο συγγραφέας είναι οι ψωνάρες που κάθονται on their ass (για να μην κάνω την ανάρμοστη ακριβή μετάφραση) και στοχάζονται (μα, τώρα, είναι δουλειά αυτό;). Ο σκηνοθέτης είναι ο τύπος ψώνιου που, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν έχει καν έργο να επιδείξει γιατί οι οικονομικές απαιτήσεις της τέχνης του (φιλμ, κάμερες, λογισμικά, ώρες μοντάζ, πληρωμή ηθοποιών, διανομή) είναι απαγορευτικές για κάποιον που δε διαθέτει χρηματοδότηση. Η ψωνάρα ηθοποιός σημαίνει φως και δε χρειάζεται να πληρώνει τους λογαριασμούς της ΔΕΗ. Το ίδιο ισχύει με την ΕΥΔΑΠ και την ψωνάρα χορευτή, ο οποίος δεν έχει υποχρεώσεις στην λίμνη των κύκνων όπου κατοικεί.
Σίγουρα ο καλλιτέχνης υπόκειται, ανάλογα με την μουσική περίοδο και το είδος, σε κάποιο στερεότυπο. Για παράδειγμα στο Μπαρόκ, ο καλλιτέχνης είναι ο έντιμος εργάτης, συνήθως υπάλληλος της εκκλησίας και αργότερα της Αυλής. Στον Ρομαντισμό είναι ο φιλάσθενος και ευαίσθητος κοινωνός της Έμπνευσης, κλεισμένος στον tour d’ ivoire του, που ζει από τις παραγγελίες των συζύγων των πλούσιων ερωμένων του. Στον μοντερνισμό είναι ο παρορμητικός ιδεαλιστής, επιρρεπής στις καταχρήσεις και στον πειραματισμό. Στα popular είδη του 20ου αιώνα ο καλλιτέχνης παίρνει ναρκωτικά, έχει groupies και αποθεώνεται από τα πλήθη. Κανείς, όμως, μέσα σε αυτά τα στερεότυπα, δεν έχει υπόψη του τις άπειρες ώρες μελέτης, συχνά από την παιδική ηλικία, τα ακριβά δίδακτρα που δίνει σε αδιαβάθμιτες σχολές, τις πρόβες που αναγκάζεται να πληρώνει, τα υλικά, τα μουσικά όργανα και λοιπά τεχνολογικά εργαλεία της δουλειάς του και την ακούραστη προσπάθεια για την τελειότητα, όπως ο κάθε καλλιτέχνης και η κάθε εποχή την αντιλαμβάνονται.
Εντωμεταξύ με την ύφεση σε όλους τους χώρους, η τέχνη θεωρείται πολυτέλεια. Εκδοτικοί οίκοι, δισκογραφικές, πολυχώροι, θέατρα και γκαλερύ: σήμερα ο καλλιτέχνης είναι τυχερός αν δεν χρειαστεί να πληρώσει μόνος του το έργο του. Η έκδοση του βιβλίου του κοστίζει από 2000 μέχρι 5000 ευρώ, ανάλογα τον εκδοτικό οίκο. Η παραγωγή του δίσκου του δεν έχει ανώτατο όριο κόστους καθώς εξαρτάται από το στούντιο και τις εταιρίες κοπής. Το ποσό της ενοικίασης ενός χώρου για παράσταση αναλογεί στο κύρος του χώρου και στη μέρα που θα επιλεγεί γι’ αυτήν. Το κόστος της προετοιμασίας των εικαστικών έργων στις γκαλερύ εξαρτάται από τη τέχνη, πιο φθηνή η ζωγραφική που γεννιέται πάνω στο υλικό της, πιο ακριβή η φωτογραφία που πρέπει να αποτυπωθεί και, τέλος, ακόμα πιο ακριβό σε υλικά και εργατοώρες το στήσιμο μιας installation. Αν υπάρχουν δε και τεχνολογικά μέσα, δεν σου παρέχονται από κανέναν και εκεί θα πρέπει να κόψεις τον καλλιτεχνικό σου λαιμό να τα βρεις. Κι ενώ η συγκυρία των πρόσφατων υπέρογκων προστίμων του ΙΚΑ για την ανασφάλιστη εργασία φαινόταν ότι μπορούσε να προσφέρει σε κάποιες ομάδες καλλιτεχνών τα πολυπόθητα ένσημά τους, τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα: δε φαίνεται να υπάρχει νομική λύση για ένα μαγαζί που απασχολεί καλλιτέχνες με ημερήσια σύμβαση. Έτσι ακόμα και η ευκαιρία να βρει ο καλλιτέχνης το βήμα να παρουσιάσει τη δουλειά του, έστω και χωρίς πληρωμή, γίνεται όλο και πιο σπάνια.
Πολυτέλεια θεωρείται επίσης η καλλιτεχνική εκπαίδευση των παιδιών. Ανάμεσα στις πισίνες και το τζούντο, τις ξένες γλώσσες και τα φροντιστηριακά μαθήματα, η μουσική, το θέατρο, το σινεμά και η δημιουργική γραφή αποτελούν πια μη επιθυμητά μαθήματα, γιατί δεν αποφέρουν άμεσο μαθησιακό αποτέλεσμα κατά την άποψη του πανταχού πληρώντος γονέα. Πρόκειται, έτσι κι αλλιώς, για ένα μάθημα που το παιδί θα αναγκαστεί να διακόψει όταν περάσει στο λύκειο και κύριος στόχος του θα είναι να μάθει απ’έξω ολόκληρα βιβλία και αποδείξεις θεωρημάτων. Και όλα αυτά ξεκινούν, κατά τη γνώμη μου, από την απαξίωση της καλλιτεχνικής κουλτούρας στην ίδια την εκπαίδευση.
Οτιδήποτε δε βοηθάει τα παιδιά να γίνουν γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, πολιτικοί επιστήμονες ή δεν οδηγεί σε μια δουλειά που να μπορεί να απορροφηθεί από το δημόσιο ή κάποιου άλλου είδους μονιμότητας, απορρίπτεται ως χάσιμο χρόνου.
Φέτος, μάλιστα, η τέχνη σχεδόν εξορίστηκε από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αφήνοντας εκατοντάδες εκπαιδευτικούς μετέωρους ανάμεσα στη διαθεσιμότητα και την μετάταξη στην πρωτοβάθμια. Εκεί πάλι, ο χορός, η μουσική, το θεατρικό παιχνίδι και τα εικαστικά, που διδάσκονταν από αρμόδιους με χρήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα ολοήμερα σχολεία, αντικαταστάθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις γνώσεις του κάθε δασκάλου στους παραδοσιακούς χορούς, στα παιδικά τραγούδια, στα σχολικά σκετς εθνικών εορτών και στην ελεύθερη ώρα ζωγραφικής, αντίστοιχα.
Σε σχέση με τη μουσική, την οποία τυχαίνει να γνωρίζω κάπως καλύτερα, τα πράγματα είναι τουλάχιστον τραγικά. Ο μαθητευόμενος μουσικός φοιτά για χρόνια σε ένα σύστημα που του προσφέρει ένα πτυχίο ή ένα δίπλωμα που δεν αντιπροσωπεύει τίποτα. Είναι αδιαβάθμιτο, δεν καταλήγει σε τίτλο πανεπιστημιακή εκπαίδευσης, παρόλο που διαρκεί 15 με 16 χρόνια, τουλάχιστον για το «κλασικό» πιάνο που είναι και το πιο δημοφιλές. Όσο προχωράνε τα χρόνια, τα τελευταία 7 από τα 15 δηλαδή, τα μηνιαία δίδακτρα φτάνουν μέχρι και τα 200 ευρώ ανάλογα το ωδείο. Τα πράγματα στη «μοντέρνα» μουσική είναι χειρότερα. Μοντέρνα μουσική στην Ελλάδα εννοούμε από το 1890 μέχρι το 1960, μετά υπάρχει τρύπα στον χωροχρόνο. Κάποια ωδεία έχουν καταρτήσει μόνα τους «μοντέρνα» τμήματα, τα οποία αποκτούν κύρος μόνο από στόμα σε στόμα, καθώς η εφημερίδα της κυβερνήσεως που ορίζει τα της μουσικής είναι από το 1957, δεν προβλέπει πτυχία «μοντέρνων» οργάνων και είναι φοβερά παρωχημένη ακόμα και για την εποχή της. Η μόνη λύση για κάποιον μουσικό που επιθυμεί πανεπιστημιακή εκπαίδευση για τον εαυτό του είναι η μουσικολογία, η οποία όμως είναι μία διαφορετικού είδους γνώση, είναι θεωρητική επιστήμη και όχι τέχνη. Ακόμα, όμως, και για τις εξετάσεις της μουσικολογίας στο σχολικό σύστημα πανελληνίων απαιτούνται ειδικά μαθήματα που δε διδάσκονται στα γενικά σχολεία, διαιωνίζοντας έτσι τη σχέση της δημόσιας εκπαίδευσης με την ιδιωτική.
Όταν το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα απαξιώνει την τέχνη μαθαίνουμε να την θεωρούμε κι εμείς μια ευχάριστη αλλά περιττή δραστηριότητα. Μαθαίνουμε να βλέπουμε τους καλλιτέχνες ως κοινωνούς αυτού του περιττού, άρα άχρηστους όταν η πραγματικότητα μας απορροφά. Το θέμα βέβαια δεν είναι μόνο ελληνικό. Αρκεί κανείς να κοιταξει την ποσόστωση στις υποτροφίες παγκοσμίως για να δει ότι η γενιά που έρχεται θα δώσει έμφαση στο υλικό και τεχνολογικό παραγώμενο και όχι στη θεωρία, τη φιλοσοφία ή την τέχνη. Δεκάδες πανεπιστημιακά ιδρύματα είναι χαρούμενα να δώσουν τα χρήματά τους σε αριστούχους πρωτοετείς, διδακτορικούς φοιτητές και ερευνητές αλλά όχι βέβαια θεατρολόγους, θεωρητικούς της τέχνης, εικαστικούς ή μουσικολόγους. Ελάχιστες συγκριτικά είναι και οι επιδοτήσεις έργων και οι διεθνείς διαγωνισμοί καλλιτεχνών.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε μία κατάσταση όπου ο καλλιτέχνης δεν είναι σε θέση να επιβιώσει από την τέχνη του. Πολλά ενδιαφέροντα μουσικά μυαλά παγκοσμίως αναγκάστηκαν να εργαστούν σε εργοστάσια τέχνης ανάξια των δυνατοτήτων τους (από Πάολα μέχρι Miley Cyrus) για να μπορέσουν να ζήσουν οικογένειες, παιδιά και τους εαυτούς τους με αξιοπρέπεια, ενώ θα μπορούσαν να γίνουν δημιουργικοί υποστηρίζοντας κάποιο δικό τους εγχείρημα. Ακόμα περισσότεροι καλλιτέχνες στράφηκαν προς την εκπαίδευση, σχολική και ωδειακή, ενώ στην πραγματικότητα η δουλειά του δασκάλου είναι μία διαφορετική δουλειά για την οποία πρέπει να έχει κανείς ξεχωριστό ταλέντο που να πηγάζει από την ανάγκη μετάδοσης της τέχνης σε άλλους και όχι από την προσωπική ανάγκη επιβίωσης. Σκηνοθέτες και ηθοποιοί κατέληξαν να εργάζονται για κάποια διαφημιστική εταιρία ή την κακή πλευρά της τηλεόρασης (ακόμα ψάχνω την καλή της πλευρά), ποιητές και συγγραφείς καταπιάστηκαν με τη μετάφραση, από έργα άλλων μέχρι σχολικά βοηθήματα, εικαστικοί μαράθηκαν σε φροντιστήρια σχεδίου. Και βέβαια έχει γεμίσει η νύχτα από φοιτητές της σχολής Καλών Τεχνών, ηθοποιούς, μουσικούς και χορευτές, ευτυχώς διαθέτουμε επικοινωνιακό πνέυμα και γινόμαστε καλοί σερβιτόροι και σερβιτόρες, μπουφετζήδες και djs.
Δε θα προσποιηθώ εδώ ότι γνωρίζω ποιά θα μπορούσε να είναι η λύση. Ίσως η συσπείρωση των καλλιτεχνών, ίσως οι ομάδες με μορφή κολλεκτίβας. Ούτε θα κάνω το λάθος να νοσταλγώ εποχές επιδότησης από το κράτος, τη στιγμή που αυτή η πρακτική φαίνεται να σβήνει παγκοσμίως ακόμα και για την εκπαίδευση ή την υγεία. Το σίγουρο είναι, και αυτονόητο για όποιον έχει μελετήσει την ιστορία της μουσικής ή της τέχνης, πως η λύση που θα επιλέξει σήμερα η τέχνη για να βγει από την κρίση της, θα είναι αυτή που θα μιμηθεί αργότερα η κοινωνία για να βγει από τη δική της οικονομική και αξιακή κρίση.
* Η Ντάνα Παπαχρήστου σπούδασε μουσική, μουσικολογία και δημοσιογραφία στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών και στο Ε.Μ.Μ.Ε. και είναι υποψήφια διδάκτορας στο Τμήμα Τεχνών Ήχου και Εικόνας και στο Παρίσι 8. Έχει εργαστεί ως μουσικός, dj και εκπαιδευτικός σε Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας στην Αθήνα.