Το αδιέξοδο της εσωτερικής υποτίμησης
Ένα από τα βασικά εργαλεία που έχει χρησιμοποιήσει η τρόικα στην Ελλάδα είναι η περίφημη εσωτερική υποτίμηση. Αυτή συνίσταται, εν πολλοίς, στη μείωση των μισθών, που υποτίθεται ότι θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα. Η θεωρία μοιάζει λογικοφανής, αλλά στην πράξη καταρρέει μέρα με τη μέρα.
Ένα από τα βασικά εργαλεία που έχει χρησιμοποιήσει η τρόικα στο πρόγραμμα προσαρμογής της Ελλάδας είναι η περίφημη εσωτερική υποτίμηση. Αυτή συνίσταται, με απλά λόγια, στη μείωση των μισθών, άρα και του κόστους παραγωγής, κάτι που θεωρητικά οδηγεί σε μείωση των τιμών. Επιπλέον – θεωρητικά πάντα – βελτιώνει το εμπορικό ισοζύγιο, δηλαδή οδηγεί σε περισσότερες εξαγωγές και λιγότερες εισαγωγές: οι εργαζόμενοι που πληρώνονται λιγότερο παράγουν φθηνότερα προϊόντα προς πώληση στο εξωτερικό. Παράλληλα, με μειωμένο διαθέσιμο εισόδημα, προχωρούν σε λιγότερες αγορές εισαγόμενων προϊόντων. Τέλος – σύμφωνα με την ίδια θεωρία – το χαμηλότερο εργατικό κόστος ενθαρρύνει τις επενδύσεις, άρα οδηγεί μακροπρόθεσμα σε δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Με λίγα λόγια, η εσωτερική υποτίμηση υποτίθεται ότι αυξάνει συνολικά την ανταγωνιστικότητα.
Στη θεωρία, φαίνεται να αξίζει τον κόπο η θυσία της προσωρινής (;) μείωσης μισθών. Στην πράξη, η εσωτερική υποτίμηση σαν μοντέλο αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας καταρρέει μέρα με τη μέρα, κι αυτό διότι βασίζεται σε μία σειρά υποθέσεων που – τουλάχιστον στην περίπτωση της Ελλάδας – είναι τελείως λανθασμένες.
Υπόθεση πρώτη: η εσωτερική υποτίμηση οδηγεί σε μείωση των τιμών
Όταν οι επιχειρήσεις μειώνουν τους μισθούς, έχουν χαμηλότερο συνολικό κόστος παραγωγής. Θεωρητικά, θα έπρεπε να μειώσουν τις τιμές για να συνεχίσουν να πωλούν τουλάχιστον την ίδια ποσότητα προϊόντων. Εξάλλου οι εργαζόμενοι, με μειωμένη την αγοραστική τους δύναμη, δεν μπορούν να διατηρήσουν τη ζήτηση στα ίδια επίπεδα.
Με άλλα λόγια, αφού ο μισθός του μέσου Έλληνα εργαζόμενου έχει συρρικνωθεί κατά 20% – 40% τα τελευταία χρόνια, θα έπρεπε οι τιμές στα ράφια των καταστημάτων να παρουσιάζουν αντίστοιχη, αισθητή μείωση.
Είδε κανείς τις τιμές των βασικών αγαθών να μειώνονται στην Ελλάδα; Μην ψάχνετε άδικα, δεν υπάρχουν κάπου φθηνότερα σούπερ μάρκετ που δεν έχετε ανακαλύψει. Έπρεπε να περάσουν τρία χρόνια εσωτερικής υποτίμησης για να έχουμε για πρώτη φορά αρνητικό πληθωρισμό (δηλαδή, ρυθμό αύξησης των τιμών), τον περασμένο Μάρτιο, όταν οι τιμές έπεσαν μόλις κατά 0,2% σε σχέση με τον Φεβρουάριο – ενώ σε ετήσια βάση, από τον Μάρτιο του 2012, παρουσίασαν αύξηση 1%.
Μπορούμε να είμαστε επιεικείς και να μην χρησιμοποιήσουμε ως βάση σύγκρισης τους ονομαστικούς μισθούς, που, όπως προαναφέραμε, μειώθηκαν έως 40%, αλλά το συνολικό εργατικό κόστος, που περιλαμβάνει, φόρους, ασφαλιστικές εισφορές και επιδόματα. Αυτό, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση μειώθηκε κατά 11,2% από το 2008 έως το 2012: και πάλι η διαφορά από τις σχεδόν μηδενικές μειώσεις των τιμών είναι τεράστια.
Υπόθεση δεύτερη: η εσωτερική υποτίμηση βελτιώνει το εμπορικό ισοζύγιο
Όπως ήταν φυσικό, η συρρίκνωση των μισθών οδήγησε σε ραγδαία μείωση της ζήτησης, και οι εισαγωγές από το 2010 παρουσίασαν μεγάλη πτώση. Ταυτόχρονα, υπήρξε αύξηση των εξαγωγών, με τα στοιχεία μέχρι το τελευταίο τρίμηνο του 2012 να είναι αρκετά ενθαρρυντικά. Η θεωρία φάνηκε να επιβεβαιώνεται.
Μέχρι που έφτασε η λεγόμενη “κόπωση” στις εξαγωγές. Χωρίς να συνυπολογίζεται η ιδιαίτερη κατηγορία των πετρελαιοειδών, οι εξαγωγές τον περασμένο Ιούνιο μειώθηκαν κατά 9,1% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2012 και τα στοιχεία του Ιουλίου έδειξαν νέα πτώση, κατά 6,3%. Ο σημαντικότερος λόγος είναι ότι, όπως και στην εγχώρια αγορά, η μείωση του εργατικού κόστους δεν “πέρασε” στις τιμές. Σε σχέση με το 2010, τα ελληνικά εξαγόμενα προϊόντα πωλούνται μόλις 0,5% φθηνότερα, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ.
Υπόθεση τρίτη: η εσωτερική υποτίμηση φέρνει επενδύσεις
Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τις ξένες άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα είναι του 2011, όταν υπήρξε ραγδαία μείωση των επενδύσεων σε ετήσια βάση σχεδόν σε όλους τους κλάδους της οικονομίας. Για τα τελευταία δύο χρόνια, δεν υπάρχουν επίσημα στατιστικά δεδομένα, αλλά ούτε και ενδείξεις ότι η κατάσταση αντιστράφηκε, ή έστω σταθεροποιήθηκε.
Αν εξαιρέσει κανείς μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως η εγκατάσταση του πανευρωπαϊκού κέντρου αποθήκευσης και διανομής της Philip Morris στο Αγρίνιο, τα μεγάλα λόγια για επενδύσεις που έρχονται λόγω μιας δήθεν βελτιωμένης ανταγωνιστικότητας έμειναν ευσεβείς πόθοι. Οι επενδυτές ακόμη αναμένονται, ακόμη και στα “φιλέτα” που εκποιεί το ελληνικό Δημόσιο.
Ταυτόχρονα, ακόμη και κολοσσοί όπως η Βιοχάλκο “ετοιμάζουν βαλίτσες” για το εξωτερικό, ενώ άλλες μεγάλες επιχειρήσεις απλώς βάζουν λουκέτο – με πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτό της αλυσίδας Sprider Stores.
Κατανοώντας το αδιέξοδο
Γιατί μία θεωρία που μοιάζει τόσο λογική απέτυχε παταγωδώς στην πράξη;
Γιατί δεν “πέρασαν” στις τιμές οι μειώσεις στους μισθούς; Σε αρκετές περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις απλώς εκμεταλλεύτηκαν το αυξημένο περιθώριο κέρδους από τη μείωση του εργατικού κόστους. Βασίστηκαν επίσης στην ανελαστική ζήτηση ορισμένων προϊόντων – δηλαδή στο γεγονός ότι στα συγκεκριμένα προϊόντα η ζήτηση παραμένει σχετικά σταθερή ανεξαρτήτως τιμής. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο “λίπος” της ελληνικής οικονομίας, τις αποταμιεύσεις, που συνεχίζουν να τροφοδοτούν την κατανάλωση, αν και φυσικά συρρικνώνονται διαρκώς.
Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως αρκετές κατηγορίες τροφίμων, στην ανελαστικότητα της ζήτησης προστίθεται ο έλεγχος της προσφοράς από ολιγοπώλια, αλλά και δίκτυα μεσαζόντων που εκμεταλλεύονται εξίσου παραγωγούς και καταναλωτές.
Φυσικά, ακόμη και οι πλέον έντιμες επιχειρήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν έναν από τους υψηλότερους Φ.Π.Α. στον κόσμο (13 % και 23%, την ώρα που οι αντίστοιχοι συντελεστές στην Ισπανία είναι 8% και 18% και στο Ηνωμένο Βασίλειο 5% και 20%).
Γιατί δεν αυξάνονται οι εξαγωγές; Για περίπου τους ίδιους λόγους που ισχύουν για την εσωτερική αγορά, οι τιμές στα εξαγωγικά προϊόντα μειώθηκαν ελάχιστα – αυτός είναι ο πρώτος, προφανής λόγος. Ο δεύτερος, και πολύ πιο σημαντικός, είναι ότι οι εξαγωγές πρέπει να βασίζονται στην καινοτομία. Αν, για να το πούμε απλά, τα ελληνικά προϊόντα είχαν κάτι καινούριο ή διαφορετικό να προσφέρουν σε σχέση με τον διεθνή ανταγωνισμό, θα πωλούνταν ακόμη και σε αυτές τις υψηλές τιμές. Αυτό αποδεικνύεται από τις ελάχιστες επιχειρήσεις που τόλμησαν να επενδύσουν σε έρευνα και νέες τεχνολογίες εν μέσω κρίσης και πέτυχαν.
Γιατί δεν έρχονται επενδύσεις; Ένας μεγάλος επενδυτής σαφώς ενδιαφέρεται για μειωμένο εργατικό κόστος. Πολύ περισσότερο, όμως, ενδιαφέρεται για το λεγόμενο “φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον”. Ένας λαβύρινθος νομοθετικών ρυθμίσεων, δεκάδες εμπλεκόμενες υπηρεσίες, με λίγα λόγια η γνωστή, αργοκίνητη ελληνική γραφειοκρατία είναι το μεγάλο τείχος που σταματάει τους επενδυτές – όχι οι μισθοί. Ακόμη κι αν οι μισθοί φτάσουν σε επίπεδα Κίνας και η φορολογία των επιχειρήσεων μειωθεί σημαντικά, κανείς δεν θα επενδύσει σε μία χώρα όπου μία πολεοδομική άδεια ή η έναρξη επαγγέλματος είναι ένας μικρός Γολγοθάς. Για να μην αναφερθούμε, βέβαια, στη διαφθορά στο Δημόσιο, που καλά κρατεί.
Γιατί επιμένουν; Η εσωτερική υποτίμηση είναι περισσότερο ένα πείραμα, παρά μία επαληθευμένη θεωρία. Μέχρι την εισαγωγή του Ευρώ, η κάθε χώρα μπορούσε να προχωρήσει σε “κανονική” υποτίμηση: αυτή του εθνικού νομίσματος, που βελτίωνε λίγο-πολύ αυτόματα την ανταγωνιστικότητα – η Ελλάδα κατέφευγε συχνά σε αυτή την τακτική τις προηγούμενες δεκαετίες. Εντός της Ευρωζώνης δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, και η εσωτερική υποτίμηση παρουσιάστηκε ως μονόδρομος.
Το ζήτημα για την Ελλάδα δεν είναι, βέβαια, η παραμονή ή όχι στη ζώνη του Ευρώ. Πριν σπεύσουμε να κατηγορήσουμε το ενιαίο νόμισμα, πρέπει να εφαρμόσουμε τα αυτονόητα: πάταξη της διαφθοράς, μείωση της γραφειοκρατίας, καταπολέμηση των φανερών ή κρυφών καρτέλ και των ύποπτων δικτύων μεσαζόντων. Όταν μέχρι και ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων “φωνάζει” από το 2010 ότι το πρόβλημα δεν είναι οι μισθοί, το να συνεχίζουμε με μόνο όπλο τη διαρκή συρρίκνωση των εισοδημάτων είναι απλώς αυτοκαταστροφικό.