Όταν οι ΗΠΑ καταπάτησαν το διεθνές δίκαιο
Αν και φαίνεται ότι η κρίση στη Συρία βαίνει προς εξομάλυνση, η χρήση στρατιωτικών μέσων δεν έχει αποκλειστεί ακόμη. Το thefrog.gr θυμάται τρεις περιπτώσεις όπου οι ΗΠΑ προχώρησαν σε στρατιωτικές επεμβάσεις χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΣΑ) του ΟΗΕ, προκαλώντας αντιδράσεις για τη νομιμότητα των ενεργειών τους.
Τις τελευταίες εβδομάδες ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία αποτελεί ένα από τα κυριότερα θέματα της διεθνούς επικαιρότητας. Η επιμονή όμως των ΗΠΑ για επέμβαση στην εν λόγω περιοχή θορύβησε τη διεθνή κοινότητα. Μετά και την επίθεση με χημικά όπλα στη Δαμασκό, ο ΟΗΕ κάνει έρευνα για να επιβεβαιώσει τη χρήση τους και να λάβει μέτρα. Η κατάσταση παραμένει ακόμα στον αέρα, με μία ακόμη επέμβαση των Αμερικανών στην περιοχή της Μέσης Ανατολής να μην έχει αποκλειστεί οριστικά
Το thefrog.gr κάνει μια μικρή ανασκόπηση στην ιστορία και μελετά τρεις περιπτώσεις όπου οι ΗΠΑ προχώρησαν σε στρατιωτικές επεμβάσεις ενάντια άλλων χωρών χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΣΑ) του ΟΗΕ, προκαλώντας αντιδράσεις για τη νομιμότητα των ενεργειών τους.
Επέμβαση στο Αφγανιστάν – Οκτώβριος 2001
Τον Οκτώβριο του 2001 και μετά τις αεροπορικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου οι ΗΠΑ εισβάλλουν στο Αφγανιστάν, κατηγορώντας τους Ταλιμπάν ότι κρύβονται πίσω από αυτές. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ουδέποτε ενέκρινε τη συγκεκριμένη στρατιωτική επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι υπερασπιστές της νομιμότητας της αμερικανικής επέμβασης λένε ότι δεν χρειαζόταν η έγκριση από το ΣΑ του ΟΗΕ, καθώς η εισβολή ήταν μέρος της συλλογικής αυτοάμυνας η οποία προβλέπεται από το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, και όχι ένας επιθετικός πόλεμος.
Από την άλλη, οι επικριτές της επέμβασης αυτής συνεχίζουν να πιστεύουν ότι οι βομβαρδισμοί και η εισβολή στο Αφγανιστάν δεν ήταν νόμιμη άμυνα που προβλέπεται από το συγκεκριμένο άρθρο, καθώς οι αεροπορικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου δεν ήταν ένοπλες επιθέσεις από κάποιο άλλο κράτος, αλλά διαπράχθηκαν από δράστες που δεν έχει επιβεβαιωθεί αν είχαν σχέση με το Αφγανιστάν. Ακόμα βέβαια κι αν ένα κράτος είχε οργανώσει τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, κανένας βομβαρδισμός δεν θα αποτελούσε πράξη αυτοάμυνας. Ως αυτοάμυνα ερμηνεύεται η αντίδραση σε πράξεις που είναι «άμεσες, συντριπτικές, δεν αφήνουν επιλογή μέσων και χρόνο για συζήτηση».
Πάντως, στις 20 Δεκεμβρίου 2001, σχεδόν 2 μήνες μετά την έναρξη της αμερικανικής επέμβασης, το ΣΑ του ΟΗΕ ενέκρινε τη δημιουργία μιας Διεθνούς Δύναμης Βοήθειας για την Ασφάλεια (International Security Assistance Force – ISAF) με σκοπό να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να συνδράμει την Προσωρινή Αρχή του Αφγανιστάν στη διατήρηση της ασφάλειας. Η Διοίκηση της ISAF πέρασε στο ΝΑΤΟ στις 11 Αυγούστου 2003, μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το Μάρτιο του ίδιου έτους.
Βομβαρδισμοί στο Κόσοβο
Ο Πόλεμος στο Κόσοβο υπήρξε μια πολεμική σύρραξη ανάμεσα στις στρατιωτικές δυνάμεις της τότε «Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας» και την αλβανομουσουλμανική επαναστατική οργάνωση «Αλβανικός Απελευθερωτικός Στρατός» (UCK) και το ΝΑΤΟ.
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1998 το ΣΑ του ΟΗΕ εξέφρασε την ανησυχία του για τις εκτεταμένες βιαιοπραγίες στο Κόσοβο κατά τη διάρκεια του πολέμου και ζήτησε κι από τις δύο πλευρές να προχωρήσουν σε κατάπαυση του πυρός. Στις 24 Σεπτεμβρίου όμως το ΝΑΤΟ εξέδωσε μια «προειδοποίηση ενεργοποίησης» (activation warning), θέτοντας τα μέλη του σε αυξημένο επίπεδο στρατιωτικής ετοιμότητας για μία κλιμακούμενη αεροπορική εκστρατεία στο Κοσσυφοπέδιο.
Επίσημα η διεθνής κοινότητα απαίτησε να μπει τέλος στη σύρραξη. Συγκεκριμένα, ζήτησε από τη Γιουγκοσλαβία να σταματήσει τις επιθέσεις ενάντια στον Αλβανικό Απελευθερωτικό Στρατό και ταυτόχρονα προσπάθησε να πείσει τον τελευταίο να αποσυρθεί από το αίτημα του για ανεξαρτησία του Κοσόβου.
Τελικά όμως, τον Μάρτιο του 1999, το ΝΑΤΟ παρενέβη στο Κόσοβο ξεκινώντας τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία, χωρίς την έγκριση των Ηνωμένων Εθνών.
Σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, οι στρατιωτικές επεμβάσεις σε άλλες χώρες απαγορεύονται, εκτός αν κάτι τέτοιο αποφασιστεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Το ζήτημα των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία τέθηκε στο ΣΑ από τη Ρωσία, η οποία υποστήριξε ότι μια τέτοια ανεξέλεγκτη χρήση δύναμης συνιστά παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Μόνο τρεις χώρες-μέλη ψήφισαν υπέρ, ενώ οι υπόλοιπες κατά, οπότε και απέτυχε η έγκριση του αιτήματος αυτού.
Πόλεμος στο Ιράκ: Μάρτιος 2003
Ο Πόλεμος στο Ιράκ υπήρξε στρατιωτική επιχείρηση των ΗΠΑ με τη βοήθεια του Ηνωμένου Βασιλείου, με στόχο την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν. Αποτέλεσε μέρος του γενικότερου πολέμου που είχαν ξεκινήσει οι ΗΠΑ, του λεγόμενου “Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας” μετά την αεροπορική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης.
Μέσα στον πανικό που είχε κυριαρχήσει στη δύση μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι ΗΠΑ έβλεπαν στο πρόσωπο του Σαντάμ Χουσεΐν ένα συνεργάτη της Αλ- Κάιντα. Με την δικαιολογία ότι το Ιράκ έκρυβε όπλα μαζικής καταστροφής που σκόπευε να χρησιμοποιήσει εναντίον της Δύσης, οι ΗΠΑ ξεκίνησαν άλλη μία στρατιωτική επέμβαση στο χώρο της Μέσης Ανατολής, μετά το Αφγανιστάν.
Η νομιμοποίηση της στρατιωτικής επέμβασης στο Ιράκ έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών διαφωνιών. Ο τότε γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν δήλωσε το Σεπτέμβριο του 2004: «από τη δική μας σκοπιά και σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ο πόλεμος ήταν παράνομος». Επιθεωρητές του ΟΗΕ διαβεβαίωναν ότι παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, το Ιράκ φαινόταν διατεθειμένο – διστακτικά έστω – να συμμορφωθεί με τις επιταγές της διεθνούς κοινότητας και να αφοπλιστεί.
Οι ΗΠΑ όμως δεν αρκέστηκαν στις δηλωμένες καλές προθέσεις του Ιράκ και αποφάσισαν να επέμβουν άμεσα, πραγματοποιώντας έτσι άλλη μία στρατιωτική επέμβαση χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.