Καλλιτέχνες που αγάπησα: Woody Allen
Μέσα σε μια κατσαρόλα γεμάτη μέχρι πάνω με «χιούμορ», ρίχνουμε τα συστατικά που δεν είναι άλλα από: «γυναίκα και γυναίκες, απιστία, ψυχανάλυση, σεξ, εβραίοι, φιλοσοφία, Νέα Υόρκη, θάνατος, τέχνη, Θεός, αυτοκτονία, τζαζ, μαγικά κόλπα». Τα ανακατεύουμε με: «αυτοσαρκασμό, πεσιμισμό, ματαιότητα, κυνισμό, ανασφάλεια και φοβίες» και προσθέτουμε: «ειρωνεία και αρκετά νευρωτικά χαρακτηριστικά με ιδιαιτερότητες». Ολοκληρώνουμε με μια γερή δόση από: «πηγαίο και μοναδικό ταλέντο». Αφήνουμε το μείγμα να σιγοβράσει σε σχεδόν 50 χρόνων «φιλμογραφία» και το αποτέλεσμα είναι έτοιμο. Σερβίρεται με βροχή ή συννεφιά, κυρίες και κύριοι, α λα «Woody Allen».
Σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιός, συγγραφέας, μουσικός και για κάποιους, φιλόσοφος. Ο ίδιος, θεωρεί ότι δεν είναι καλός ηθοποιός. Απλά υποδύεται καλά έναν συγκεκριμένο ρόλο. Αυτόν του νευρωτικού, νευρικού και πνευματώδη, με αδυναμία στο γυναικείο φύλο και έντονη διάθεση αυτοσαρκασμού. O Άλεν Στιούαρτ Κένιγκσμπερκ (Allen Stewart Königsberg) ή ο γνωστός σε όλους μας Γούντι Άλεν (Woody Allen), γεννήθηκε την 1η Δεκεμβρίου του 1935 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Αμερικανός, εβραϊκής καταγωγής, με παππούδες που μετανάστευσαν από τη Ρωσία και την Αυστρία, στην παιδική του ηλικία εμφάνισε κλίση στο baseball και ταλέντο στα μαγικά κόλπα με τραπουλόχαρτα.
Ξεκίνησε την καριέρα του γράφοντας και πουλώντας αστεία και η πρώτη του ταινία ήρθε το 1966 με τον τίτλο, «What’s New Pussycat?», στην οποία έγραψε το σενάριο και συμπρωταγωνίστησε μαζί με ηθοποιούς όπως ο Peter Sellers και ο Peter O’Toole. Ακολούθησαν σχεδόν 50 χρόνια συνεχούς παραγωγής ταινιών και παρουσίας στον χώρο, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Από τις ταινίες του έχουν παρελάσει τον τελευταίο μισό αιώνα τα μεγαλύτερα ονόματα της διεθνούς σκηνής.
Αν και παγκόσμια αναγνωρισμένος, κατηγορήθηκε συχνά για μια επαναλαμβανομένη, σχεδόν εμμονική παρουσίαση των ίδιων θεμάτων στις ταινίες του, ενώ σχολιάστηκαν -ουκ ολίγες φορές αρνητικά- κάποιες πράξεις της προσωπικής του ζωής. Έχει φανατικούς οπαδούς άλλα και ορκισμένους εχθρούς. Οι απόψεις που ακολουθούν, είναι υποκειμενικές, προέρχονται από έναν αφοσιωμένο οπαδό του και καθ’ όλα εμπνευσμένο και επηρεασμένο από την τέχνη του. Γι’ αυτό και δεν θ’ αναφερθώ σε όλα αυτά που κατά καιρούς του έχουν προσάψει σε προσωπικό επίπεδο.
Ανέκαθεν ήμουν της άποψης ότι η τέχνη είναι ανεξάρτητη και διαχωρίζεται από την προσωπική ζωή του καλλιτέχνη. Μπορούμε να συμφωνήσουμε, να διαφωνήσουμε ή να αδιαφορήσουμε για το τι πράττει στην ζωή του ένας άνθρωπος. Αυτό όμως είναι άσχετο με την κριτική στο καλλιτεχνικό του έργο. Η τέχνη, όταν κρίνεται, θα πρέπει να είναι ορφανή από τον δημιουργό της.
Ο Γούντι, κοιτάει τον άνθρωπο μέσα από τα δικά του μοναδικά μάτια και έτσι ακριβώς τον παρουσιάζει στις ταινίες του, τονίζοντας πάντα την ευάλωτη ύπαρξή του, επαναλαμβανομένη στους αιώνες, με τις ίδιες ανάγκες και τις ίδιες αδυναμίες. Είτε πρόκειται για κωμωδία, είτε για δράμα, η διαφορετική υπόθεση κάθε ταινίας δεν είναι τίποτε άλλο από ένα περιτύλιγμα της ουσίας που πάντα παραμένει ίδια και η ουσία αυτή είναι πάντα ο «άνθρωπος».
Η βάση του ανθρώπου αποτελείται από έναν κύκλο όπου εκεί συνυπάρχει το επαναλαμβανόμενο ερώτημα της αιτίας της ύπαρξής του, σε συνδυασμό με το ατέρμονο κυνηγητό του ιδανικού συντρόφου.
Αυτό προκαλεί, αρχικώς στον ίδιο τον Γούντι Άλεν, ξεκαρδιστικό γέλιο. Διαπιστώνει ένα τόσο έντονο κωμικό στοιχείο στην έρευνά του στην ανθρώπινη φύση και ιστορία, που για εκείνον δεν μπορεί παρά όλα να καταλήγουν εκεί. Έτσι περιφρονεί την ψυχανάλυση στον καθημερινό άνθρωπο που ψάχνει να βρει τις αιτίες, μιας και όλα του φαίνονται τόσο εμφανή και προφανή. Η εικόνα ενός ανθρώπου που προσπαθεί να ψυχαναλύσει έναν άλλο άνθρωπο ενώ και οι δυο τους είναι ακριβώς ίδιοι, είναι τόσο αστεία στο μυαλό του σκηνοθέτη, που ακόμα και σήμερα συνεχίζει να την αποτυπώνει στις ταινίες του.
Η ανασφάλεια, οι φοβίες και οι ιδιαιτερότητες που παρουσιάζουν οι χαρακτήρες στις ταινίες του, εξωτερικεύονται πάντα, σχηματίζοντας έναν νευρώδη και ανασφαλή άνθρωπο. Εξωτερίκευση ή όχι όμως, η αλήθεια είναι μία: όλοι οι άνθρωποι απασχολούνται από τις ίδιες αδυναμίες και ανησυχίες. Το κωμικό στοιχείο αναδεικνύεται όταν ο άνθρωπος προσπαθεί να τοποθετηθεί υπεράνω των στοιχείων που τον αποτελούν και αποτυγχάνει. Η «απιστία» είναι ένα τέτοιο στοιχείο το οποίο ο Γούντι Άλεν δεν επιλέγει τυχαία. Είναι σύμπτωμα ενός από τους βασικότερους οδηγούς της ανθρώπινης φύσης, αυτού της επιβίωσης και κατ’ επέκταση της ανάγκης για αναπαραγωγή. Φυσικά αφαιρεί κάθε επιστημονικό/βιολογικό στοιχείο και κρατά μόνο το άρωμα της κωμωδίας. Το άρωμα που αποπνέει ο κάθε ένας που ενώ προσπαθεί να αντισταθεί απέναντι στην πρόκληση, στο τέλος παρασύρεται, ενδίδει, και δεν λυτρώνεται ποτέ.
Το δεύτερο βασικό στοιχείο που ο συμπαθητικός τύπος με τα γυαλάκια επαναλαμβάνει, είναι αυτό της συνεχούς αναζήτησης για απαντήσεις σε μεγάλα ερωτήματα περί ύπαρξης. Ύπαρξης Θεού, λόγου της δικής μας ύπαρξης, ύπαρξης της μεταθανάτιας ζωής. Ύπαρξης γενικά. Θεωρεί τον άνθρωπο τόσο αδύναμο μπροστά στην όψη αυτών των ερωτημάτων που δεν μπορεί παρά να πανικοβληθεί τη στιγμή που θα συλλάβει το μέγεθος της άγνοιάς του. Η ασυμμετρία μεταξύ των δύο απέναντι πλευρών, του ανθρώπου και των ερωτημάτων, είναι για εκείνον ο μεγεθυντικός φακός μέσα από τον οποίο αναδεικνύεται στο μεγαλείο της, η ανθρώπινη αδυναμία.
Ο συνδυασμός αυτών των δύο αντίθετων στοιχείων, από τη μία του μεγαλείου των αιώνιων ερωτημάτων και από την άλλη της καθημερινής υποτροπής για κάλυψη σωματικών αναγκών, είναι το βασικό περίγραμμα του χαρακτήρα που επαναλαμβάνεται στις ταινίες του. Επαναλαμβάνεται όχι λόγω έλλειψης έμπνευσης αλλά εξαιτίας της αναπόφευκτης ανάδειξης του δομικού στοιχείου των πάντων, του «ανθρώπου». Έτσι, κάθε αναφορά του θα είναι πάντα δομημένη επάνω στον «άνθρωπο», με τον τρόπο που τον αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο δημιουργός.
Ο Γούντι Άλεν πιστεύει ότι αν δεχτείς ένα βραβείο από κάποιον, θα πρέπει παράλληλα να δεχτείς και τη γνώμη του, ίσως σε κάποια άλλη στιγμή, ακόμη και αν αυτή είναι αρνητική για το έργο σου. Με αυτή την ανεπίσημη δικαιολογία επιμελώς κρυμμένη πίσω από την επίσημη, που δεν είναι άλλη από τη συμμετοχή του σε μουσικό συγκρότημα τζαζ, έχει επανειλημμένως αποφύγει να παραστεί σε τελετές κινηματογραφικών βραβείων για να παραλάβει αυτά που έχει κερδίσει. Πολλές φορές τις βραδιές των Όσκαρ, έχει προτιμήσει να παίζει κλαρίνο με την μπάντα του σε κάποιο club. Μόνο το 2002 έσπασε την παράδοσή του να μην παραβρίσκεται σε παρόμοιες τελετές και έκανε αιφνιδιαστική εμφάνιση για να στηρίξει την αγαπημένη του Νέα Υόρκη μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στους Διδύμους Πύργους το 2001, προτρέποντας παραγώγους και σκηνοθέτες να συνεχίσουν να κάνουν ταινίες στην «πόλη του».
Στον κόσμο του Γούντι, μέσα στις ταινίες του, υπάρχει ποίηση σε κάθε σκηνή. Οι στίχοι του ποιήματος είναι ραμμένοι μεταξύ τους με εικόνα και ήχο. Υμνούν τον άνθρωπο και τον ελευθερώνουν από τις αδυναμίες του μέσα από την αποδοχή τους. Το χιούμορ είναι το τελικό προϊόν. Αυθεντικό, ακατέργαστο, γενετικό χιούμορ.
Δυο σύντομα χαρακτηριστικά αποσπάσματα για επιδόρπιο. Στο πρώτο, από την ταινία «Hannah and her sisters» (1986) παρουσιάζεται ένας μεσήλικας άντρας (τον υποδύεται ο Μάικλ Κέιν) που είναι ερωτευμένος με την μικρή αδελφή της γυναίκας του. Αν και η σκηνή δεν περιέχει κάποιο αστείο ή κάποιο ανέκδοτο διάλογο, το κωμικό στοιχείο κυριαρχεί παράλληλα με την ανάδειξη του απαγορευμένου έρωτα. Στο δεύτερο απόσπασμα, από την ταινία «Annie Hall» (1977) παρουσιάζεται μια στιγμή δυο ανθρώπων που φαινομενικά είναι απλή και θα μπορούσε να είναι καθημερινή. Είναι ένα ζευγάρι που ετοιμάζεται να μαγειρέψει. Πέρα από την εκπληκτική ηθοποιία (αναρωτιέμαι αν ήξεραν ότι υπήρχε κάμερα στον χώρο) ο Γούντι εδώ μας στρέφει την προσοχή στην απλότητα ως το απόσταγμα του νοήματος της ζωής.