Χρήστος Μποκόρος: «Ονειρεύομαι μια λιτή ευημερία»
Ξεναγούμαστε στη νέα έκθεση του Χρήστου Μποκόρου, η οποία έχει πολλά να μας πει, αλλά δεν ξεφεύγει πέρα από «τα στοιχειώδη», πράγματα που όλοι πρέπει να σκεφτούμε, να επεξεργαστούμε, να αναθεωρήσουμε.
Από τις 12 Δεκεμβρίου 2013, το Μουσείο Μπενάκη, και συγκεκριμένα το κτίριο της οδού Πειραιώς, φιλοξενεί τη νέα έκθεση του Χρήστου Μποκόρου, «Τα στοιχειώδη». Με απόσταση 9 χρόνων από την τελευταία του έκθεση στην Αθήνα (Αδιάβαστο δάσος / Βίνιανη 2004) επιστρέφει με μια ολοκαίνουργια έκθεση, η οποία έχει τόσα πολλά να μας πει, αλλά δεν ξεφεύγει πέρα από «τα στοιχειώδη», πράγματα που όλοι πρέπει να σκεφτούμε, να επεξεργαστούμε, να αναθεωρήσουμε: πράγματα τόσο μικρά και στοιχειώδη που θα έκαναν τις ζωές μας πολύ πιο ουσιώδεις.
Ο Χρήστος Μποκόρος με κάθε του έργο επιθυμεί να πάει κόντρα στο μεγάλο αίτημα της νεωτερικότητας: της ανάγκης να περιμένουμε μονίμως κάτι καινούργιο, ακόμα και αν δεν έχουμε προλάβει καν να απολαύσουμε ή να εξετάσουμε πλήρως το παλιό ή αυτό που μόλις έχει κυκλοφορήσει στον κόσμο, τα κοινά, τα ακροατήρια. Άλλωστε, κάθε έργο τέχνης δεν κρύβει την προδιάθεσή του να χαθεί, να αντικατασταθεί όσο πιο σύντομα γίνεται από κάτι καινούργιο. Αντιθέτως, ένα έργο τέχνης δημιουργείται για να μείνει, να έχει διάρκεια στο χρόνο.
Σε μια επίσκεψη στο Μουσείο Μπενάκη, έπειτα από εισήγηση καθηγητριών του τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, πριν μας ξεναγήσει στις δυο αίθουσες και τα έργα της έκθεσης, ο ίδιος ο ζωγράφος τοποθετείται πάνω στα ζητούμενα της τέχνης στη σημερινή εποχή. «Η μεγάλη τέχνη της αρχαιότητας δε χρειαζόταν ειδικούς μεσολαβητές για να γίνει κατανοητή. Οι πολίτες αναγνώριζαν τα πάντα. Τότε όμως, όσοι κάνανε έργα, δεν τους λέγανε καλλιτέχνες, τους έλεγαν τεχνίτες. Σήμερα λένε ότι οι καλλιτέχνες έχουν κερδίσει ένα υψηλό δικαίωμα να εκφράζονται, να λένε ό,τι θέλουν. Αν υποθέσουμε ότι αυτό είναι ένα υψηλό δικαίωμα, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι για να το αποκτήσουν έχασαν ένα άλλο υψηλό δικαίωμα: το κοινό. Όταν κάποιος εκφράζει μόνο τον εαυτό του, είναι δύσκολο να έχει κοινό. Ο καθένας μπορεί να εκφράσει τον εαυτό του. Το ζητούμενο, όμως, σε μια κοινότητα, είναι να “συνεννοηθούμε”. Η επικοινωνία είναι το ζητούμενο και όχι η έκφραση. Μπορούμε να εκφραστούμε, αλλά προς ποιον και ως ποιοι;».
Σε αυτό το ερώτημα τον βοήθησαν ιδιαίτερα οι σπουδές του στη Νομική, όπου έμαθε πώς οι άνθρωποι οργανώνουν μια κοινότητα και επικοινωνούν μεταξύ τους. Με μια σύντομη αναδρομή στα παιδικά του χρόνια, το γενέθλιο τόπο του, το Αγρίνιο, και την προηγούμενη έκθεσή του, ο ζωγράφος φτάνει στην έκθεση «Τα στοιχειώδη»: «Η καταγωγή μας είναι τα παιδικά μας χρόνια. 19 χρόνια μεγάλωσα στο Αγρίνιο και αυτό κουβαλάω ακόμα. Μέσα από αυτό προσπάθησα να δημιουργήσω ένα πρόσωπο (πρόσωπο είναι αυτό που δείχνουμε στους άλλους και η ζωή είναι ένα μάθημα για να διαμορφώσουμε αυτό το πρόσωπο), να επικοινωνώ με τον κόσμο. Με απασχόλησε πολύ η συλλογική συνείδηση, πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας. Η προηγούμενη έκθεσή μου πριν από 9 χρόνια (Αδιάβαστο Δάσος) ήταν το αποτέλεσμα αυτής της σκέψης. Η πιο πρόσφατη συλλογική μνήμη του γενέθλιου τόπου και το κατακάθι της ιστορίας του ήταν οι συνέπειες της Αντίστασης και του Εμφύλιου Πολέμου. Μετά από λίγα χρόνια ήρθαν “Τα στοιχειώδη”. Αισθάνομαι ότι τις τελευταίες δεκαετίες συντελείται γύρω μας μια ύβρις, μια υπερβολή. Οι αρχαίοι ονόμαζαν ύβρη αυτό ακριβώς, την υπερβολή, το excess. Το αντίδοτο στην ύβρη είναι το μέτρο. Κανείς δεν το ξέρει, όλοι ψάχνουν να το βρουν. Αλλά γι’ αυτό κάποιες αξίες τις ονομάζουμε “υψηλές”, για να μην τις φτάνουμε. Αν τις φτάσουμε, παύουν να είναι υψηλές και πρέπει να τοποθετηθούν ακόμα πιο ψηλά».
Το μεγάλο ζήτημα της σημερινής εποχής, σύμφωνα με το ζωγράφο Χρήστο Μποκόρο, είναι αυτή ακριβώς η υπερβολή, η οποία οδηγεί στην περίφημη «κρίση» του σήμερα. «Αυτή η συνθήκη της ύβρης και της υπερβολής και αυτή η ψευδής, κατά τη γνώμη μου, επίθεση της γραμμικής πορείας της προόδου από την οποία προκύπτουν όλο και καλύτερα πράγματα (τα οποία θα αποκτήσουμε δικαιωματικά, κάποιος θα μας τα προσφέρει, δε θα τα κατακτήσουμε μόνοι μας), είναι το μεγάλο ζήτημα. Και η έκθεση αυτή είναι μια αντίσταση σ’ αυτό το ολίσθημα: να σκεφτούμε τα στοιχειώδη, τι είναι αναγκαίο στη ζωή μας. Ονειρεύομαι μια λιτή ευημερία, με τα στοιχειώδη, αυτά που μας αφορούν. Η “κρίση” που ακούμε αφορά την οικονομία και είναι κάτι που πρέπει να λύσει η ίδια η οικονομία. Παρόλα αυτά χρησιμοποιεί τους ανθρώπους σαν εξαρτήματά της για να πετύχει τους δικούς της στόχους: είτε ως άστεγους, είτε ως μετανάστες, είτε ως καταναλωτές».
Μετά από έναν πρόλογο σαν κι αυτό, ο ζωγράφος ξεκίνησε την ξενάγηση στην έκθεση. Εισαγωγικά, άξιζε να σημειωθεί το υλικό με το οποίο δούλεψε ο ζωγράφος, το οποίο δεν επιλέχθηκε τυχαία. «Το υλικό που έχω χρησιμοποιήσει σε αυτή την έκθεση είναι το ξύλο: χρησιμοποιημένο από άλλους, έχει χαραγμένα σημάδια χρήσης, χρόνων και ανθρώπων. Τα ξύλα αυτά είναι σανίδες από πάτωμα μιας γέφυρας. Μια γέφυρα είναι ένας δρόμος πάνω από δύσκολα περάσματα, πάνω από αδυναμίες και δυσκολίες. Ό,τι δε μπορούμε να προσπελάσουμε, το οχυρώνουμε. Αυτή είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να διαβεί στην άλλη όχθη. Εν τέλει, μια γέφυρα είναι ένα κατόρθωμα. Ως τέτοιο σύμβολο τη χρησιμοποιώ».
Στην πρώτη αίθουσα βλέπει κανείς ανθρώπους «πεπτωκότες εν μέση οδώ», αλλά όχι σε απελπισία. Εξάλλου «η τέχνη οφείλει να παριστάνει εν δόξη τον κόσμο. Ρόλος της είναι να κοινωνεί το υψηλό». Μια τσιγγάνα, σύμβολο του να μην έχεις έναν τόπο για σένα και την οικογένειά σου, ένας προσωπικός του φίλος, η μορφή της μητέρας του μέσα από την οποία ζει και βλέπει τον εαυτό του, ένας άντρας κάτω από έναστρο ουρανό, μια γυναίκα πάνω σε καταπράσινο γρασίδι, τόσο πράσινο που νομίζεις πως πραγματικά κείτεται ολόκληρη η φύση κάτωθεν της.
Στην επόμενη αίθουσα περνάμε ακριβώς σε αυτό που λέμε «Τα στοιχειώδη». Οι τοίχοι της αίθουσας καλύπτονται από εικόνες που αφορούν άκρως βασικά και αναγκαία πράγματα της καθημερινότητάς μας: καθαριότητα, τροφή, κατάλυμα. Πρόκειται για τρεις πίνακες που αφορούν πραγματικά τα στοιχειώδη της ζωής μας: λίγο «νερό να ευπρεπιστούμε», λίγη τροφή (με δυο πιάτα μάλιστα, γιατί πάντα είναι μεγάλη αξία του να μοιράζεσαι με τον συν-τροφό) και ένα ζεστό κρεβάτι με ένα σκέπασμα, ζωγραφισμένο με το χρώμα της πορφύρας. Πράγματα απλά και δεδομένα για πολλούς ανθρώπους, αλλά στην ουσία τους ανεκτίμητα για δυσεύρετα για άλλους. Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι στοιχειώδη πράγματα της ζωής, στα οποία θα πρέπει όλοι να στραφούμε και όλοι να επαναξιολογήσουμε. Γιατί, στο σήμερα, τα στοιχειώδη είναι αυτά που βρίσκονται σε μεγαλύτερη κρίση από οτιδήποτε άλλο.
Κατά τη γνώμη μου, το καλύτερο μέρος της έκθεσης ήταν εκείνη η μισάνοιχτη πόρτα με το χρυσαφένιο φως να δραπετεύει από τις σχισμές της. Το φως στο συγκεκριμένο έργο είναι τόσο έντονο και τόσο ζωντανό, που για λίγη ώρα πίστεψα πως όντως αντικρίζω μια μισάνοιχτη πόρτα και το φως είναι πέρα για πέρα φυσικό. Το φως αυτό είναι ο οδηγός μας. Δε γίνεται να το κοιτάξουμε κατάματα, θα τυφλωθούμε. Δε γίνεται να το πιάσουμε, θα καούμε. Το έχουμε συνεχώς οδηγό όμως, ελπίδα. Δεν το χάνουμε από τα μάτια μας. Έτσι έλεγε κι ο πατέρας του ζωγράφου στον ίδιο, όταν ήταν μικρός.
Το αισιόδοξο της υπόθεσης είναι ότι ακριβώς στην άλλη πλευρά του τοίχου, υπάρχει η ίδια πόρτα. Άλλη μια πόρτα για όσους μετάνιωσαν. Είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρο να πιστεύουμε πως στη ζωή υπάρχει και δεύτερη ευκαιρία, ακόμα και για τους «άσωτους».
Η ζωγραφική του Χρήστου Μποκόρου είναι ιδιαίτερα αξιόλογη, από το υλικό της δουλειάς του ως τη θεματολογία και την πολοζώντανη απεικόνιση των πραγμάτων, που νομίζεις πως, αν αγγίξεις το τρεχούμενο νερό στον πίνακά του, θα σου μουσκέψει τα δάχτυλα και θα τρέξει πάνω στην παλάμη σου. Ακόμα, ο Χρήστος Μποκόρος μέσα από αυτήν την έκθεση «επικοινωνεί» ζητήματα της εποχής. Το έργο του εκφράζει και απευθύνεται στη συλλογική συνείδηση, αλλά και τον καθένα μας ξεχωριστά. Μέσα από δικά του βιώματα εκφράζει περισσότερους ανθρώπους από όσο θα μπορούσε να φανταστεί ο ίδιος.
Η έκθεση θα βρίσκεται στο χώρο του Μουσείου Μπενάκη, στο κτίριο της οδού Πειραιώς, μέχρι τις 2 Φεβρουαρίου 2014, έπειτα από παράταση.