Pizza Άγγελος
Έψαχνα με αγωνία να εντοπίσω το δικό μας στεφάνι, ανάμεσα σε καμιά σαρανταριά άλλα. Το βλέμμα μου σάρωνε προσεχτικά, ξανά και ξανά, κάθε γωνία στο προαύλιο, φτάνοντας μέχρι την πολυτελή μαύρη λιμουζίνα που ήταν παρκαρισμένη μπροστά στα σκαλάκια του ναού.
Όμως τίποτε, κι όσο περισσότερο παιδευόμουν, τόσο πιο δύσκολο μού φαινόταν να βρω και να διαβάσω τα δυο ονόματα, που έπρεπε να ξεχωρίζουν, τυπωμένα με χρυσά καλλιτεχνικά γράμματα πάνω στις φαρδιές λευκές κορδέλες. Μπροστά στα μάτια μου περνούσε πλήθος άλλων προσηγορικών, Μαρίες, Δημήτρηδες, Κατερίνες, Γιάννηδες και Κωνσταντίνοι, όμως πουθενά δεν διέκρινα τις δυο πολυπόθητες λέξεις: «Μερόπη» και «Άγγελος». Όσο εγώ τριγύριζα ασθμαίνοντας στη φλεγόμενη από τον καλοκαιρινό ήλιο αυλή, ο μακαρίτης, παλιός και αγαπητός φίλος που είχε αποδημήσει πλήρης ημερών, παρέμενε ύπτιος και ατάραχος στο κλιματιζόμενο εσωτερικό της εκκλησίας, αμετακλήτως επιλήσμων πάντων των επιγείων προβλημάτων. Προφανώς, ελάχιστα ενδιαφερόταν για την κρυφή αγωνία που με διακατείχε, καθώς με ιδρωμένο πρόσωπο πάσχιζα να αναγνωρίσω το δικό μας στεφάνι, που θα αποτελούσε την ύστατη ένδειξη αγάπης προς αυτόν. Επιπροσθέτως, και σε ένα άλλο επίπεδο, εκείνο της συμβατικής κοινωνικής υποχρέωσης, έπρεπε να βεβαιωθώ πως ο ανθοπώλης είχε πράξει το δικό του καθήκον, διαλέγοντας τα πιο υγιή άνθη για το στεφάνι μας, διότι ήδη ο αετομάτης, μαυροντυμένος υπάλληλος του Γραφείου Τελετών τριγυρνούσε καταγράφοντας με επιμέλεια στο μπλοκάκι του τα ονόματα των πενθούντων.
Στο εσωτερικό του ναού η Μερόπη αγνοούσε αυτά που συνέβαιναν στο προαύλιο. Είχε μείνει μέσα, παρακολουθώντας με ευλάβεια την εξόδιο λειτουργία, όσο εγώ τριγυρνούσα έξω διακριτικά, για να ελέγξω την ποιότητα του στεφάνου, την περίοπτη τοποθέτηση του τριπόδου στην είσοδο, ακόμη και την καλλιγραφική απόδοση των χρυσών γραμμάτων. Ο ιδρώτας που είχε πλημμυρίσει το μέτωπό μου άρχισε τώρα να χαράζει ένα φαρδύ αυλάκι στη ράχη μου, καθώς η επίμονη αναζήτηση δεν έφερνε αποτέλεσμα. Η αγωνία μετατράπηκε βαθμιαία σε οργή, ήμουν πλέον σίγουρος ότι ο ανθοπώλης, ένας παλιός και έμπειρος επαγγελματίας, οικογενειακός φίλος της Μερόπης, είχε ξεχάσει να στείλει το στεφάνι, γεγονός που μας εξέθετε ανεπανόρθωτα στην οικογένεια του τεθνεώτος. Έβγαλα το κινητό από την μέσα τσέπη του μαύρου σακακιού που με ζέσταινε πλέον αφόρητα, και κίνησα να πάω σε κάποια ήσυχη γωνιά για να του τηλεφωνήσω, όταν την τελευταία στιγμή το βλέμμα μου σκάλωσε σε ένα μεγάλο στεφάνι με λευκά και κόκκινα τριαντάφυλλα, ακριβώς δίπλα στην πόρτα της εκκλησίας. Πρέπει να το είχα δει τρεις τέσσερεις φορές, καθώς τόσην ώρα σκανάριζα προσεκτικά τα σαράντα -και βάλε- στεφάνια που βρίσκονταν παραταγμένα στο προαύλιο. Ήταν μια εντυπωσιακή σύνθεση με μπουμπούκια ολόφρεσκα και όσο έπρεπε ευμεγέθη, από την κορυφή του οποίου κατέβαιναν δυο φαρδιές λευκές κορδέλες με χρυσά γράμματα, που σχημάτιζαν δυο λέξεις: «Pizza» και «Άγγελος».
Ξαφνικά, οι ουρανοί ανεώχθησαν εμπρός μου και η θεία φώτιση με επισκέφθηκε ασκαρδαμυκτί. Ο στενός οικογενειακός κύκλος αλλά και οι παλιοί φίλοι της Μερόπης εξακολουθούν χαϊδευτικά να την αποκαλούν «Πίτσα», σύμφωνα με τις συνήθειες άλλων εποχών. Μόλις τα τελευταία χρόνια η ίδια έχει επανέλθει στο όνομα με το οποίο την είχαν βαφτίσει, ακολουθώντας τις επιταγές μιας τάσης που η ελληνική κοινωνία σχετικά πρόσφατα αποφάσισε να υιοθετήσει. Ο ηλικιωμένος ανθοπώλης ανέκαθεν γνώριζε και προσφωνούσε την Μερόπη με το υποκοριστικό της, αυτό που υπαγόρευσε τηλεφωνικά στον καλλιγράφο ως το όνομα που έπρεπε να τυπωθεί στην αριστερή πλευρά της αφιέρωσης, αντίκρυ από το «Άγγελος». Θεώρησε δεδομένο ότι ο καλλιτέχνης της κορδέλας θα ανέγραφε το όνομα με ελληνικά στοιχεία. Ο δυστυχής εκείνος επαγγελματίας αλλιώτικα κατάλαβε από το τηλέφωνο και ζωγράφισε το «Πίτσα» με γράμματα του λατινικού αλφαβήτου. Ίσως μέσα του να απόρησε κιόλας με την αφιέρωση, και να κατέληξε στο εύκολο συμπέρασμα ότι ο μακαρίτης είχε διατελέσει από τους καλύτερους πελάτες και υποστηρικτές κάποιας άγνωστης σ’ αυτόν πιτσαρίας.
Το τέλος της ιστορίας δεν επιφυλάσσει ιδιαίτερη δραματική κορύφωση. Το στεφάνι μεταφέρθηκε βιαστικά όπως όλα τα άλλα και ρίχθηκε κάπως άκομψα στο χώμα, στο πλάι του φρεσκοσκαμμένου τάφου. Κανείς δεν του έδωσε σημασία, κανένα σχόλιο δεν έπιασε το αυτί μου, κανένα σούσουρο δεν ξεσηκώθηκε. Η οικογένεια του νεκρού ποτέ δεν μας πήρε για τις τυπικές ευχαριστίες –και πώς να ήξεραν, άλλωστε; Τη Δευτέρα η Μερόπη τηλεφώνησε εμφανώς συγχυσμένη στον ανθοπώλη, και εκείνος υποσχέθηκε να επιπλήξει τον επιγραφοποιό του. Πρόσεξα όμως ότι, ενεργώντας με μοναδική γυναικεία ευφυΐα και επιμέλεια, στην επόμενη κηδεία που στείλαμε στεφάνι, φρόντισε να υπαγορεύσει το βαφτιστικό της όνομα στην πλήρη του, επίσημη μορφή…