Το σακάκι του Χρίστου
Τον είχαμε σαν θεό μας στην τάξη. Τρίτη Γυμνασίου, στο εξατάξιο τότε, «επί Δικτατορίας» σύστημα. Τριάντα αγόρια στη Θεσσαλονίκη. Μας έκανε –τι άλλο;- Νέα Ελληνικά.
Αυτά ήταν η αγάπη και το πάθος του, σε όλη τη ζωή του. Τα «Νέα» και το Δασκαλίκι. Γιατί ήταν γεννημένος Δάσκαλος. Κι οι μαθητές του κρεμόμασταν από τα χείλια του και χανόμασταν ακούγοντας τη μαυλιστική φωνή του, να μας ταξιδεύει σε τόπους, σε ανθρώπους. Λεπτοκαμωμένος και μικρόσωμος, με νευρικές καμιά φορά εξάρσεις, αλλά μόνον όταν η προσοχή μας ξέφευγε για λίγο από τον Μυριβήλη και τον Καρκαβίτσα. Το διήγημα του Μυριβήλη για το καραβόσκυλο δεν μπόρεσε ποτέ στην καθηγητική καριέρα του να το διαβάσει ολόκληρο, γιατί τα λόγια του πνίγονταν και τα μάτια του δάκρυζαν πάντοτε στο τέλος, όταν το αφεντικό έπαιρνε το γέρικο σκυλί για να το σκοτώσει. Τα χέρια του έκοβαν σχήματα στον αέρα, τα λεπτά και δυνατά του δάχτυλα έμπλεκαν και ξέμπλεκαν μεταξύ τους διαρκώς, σαν για να πιάσει τα άπιαστα και να μας ευλογήσει. Φορούσε σχεδόν πάντοτε το ίδιο σύνολο, κοστούμι σε λαδί αποχρώσεις, με ένα μάλλινο γιλεκάκι για το κρύο. Με ή και χωρίς γραβάτα, βλέπεις τότε ο κώδικας ενδυμασίας άλλα επέβαλλε για όλους, μαθητές και καθηγητές. Στα διαλείμματα, όταν είχε υπηρεσία στην αυλή, περιτριγυριζόταν από παιδιά, όλων των τάξεων. Και τότε ήταν ο βασιλιάς στο βασίλειό του. Κι εμείς οι πρόθυμοι υπήκοοι, αυτοβούλως. Συχνά πυκνά άπλωνε το χέρι και με την οστεώδη αλλά τόσο δυναμική παλάμη του μας χάιδευε λίγο τα μαλλιά ή απόθετε τρυφερά ένα του χάδι στο μάγουλο. Σημάδι υπέρτατης εύνοιας, τουλάχιστον για μένα. Κάποια μέρα δεν άντεξα, όπως στεκόμουν δίπλα του και λίγο πλάγια, ανάμεσα σε άλλους, άπλωσα διστακτικά και θαρραλέα συνάμα, έπιασα την άκρη του σακακιού, κάπου κάτω από την έξω τσέπη. Με τα δυο μου δάχτυλα κράτησα για λίγα δευτερόλεπτα το μάλλινο ύφασμα, ένιωσα μια θέρμη στις άκρες τους, σήμερα πιστεύω πως μάλλον θα ήταν στην καρδιά μου. Είχα ανταποδώσει το άγγιγμα, είχα επιτέλους ακουμπήσει τον Δάσκαλο!
Χθες στάθηκα να μιλήσω για λίγο με τον Αλέξανδρο, που καθόταν στην κόχη ενός παραθύρου, στο σχολείο όπου διδάσκω. Δεξιά κι αριστερά του στέκονταν τρία τέσσερα αγόρια και κορίτσια, συμμαθητές στην Τρίτη Λυκείου. Αυτό τον καιρό είναι αγχωμένοι για τις εξετάσεις, νιώθουν τι επέρχεται και το φοβούνται. Όλοι και όλες ήταν μαθητές μου από το Γυμνάσιο, και προσπάθησα να τους τονώσω. Καθώς πήγαινα να φύγω, ο Αλέξανδρος με κοίταξε πίσω από τα γυαλιά, είδα τη μορφή του που έχει τόσο αλλάξει και ωριμάσει μέσα σε τρία μόλις χρόνια: «Κύριε, μπορώ να σας αγκαλιάσω;». Τον άρπαξα και τον έσφιξα με απόγνωση.
Αχ, Δάσκαλε, Χρίστο Τσολάκη, τι μου έχεις κάνει!