– Πάρ’ τα όλα!

Published On 17 March 2014 | By Άγγελος Γρόλλιος | Άγγελος Γρόλλιος

Έκανε πολύ κρύο εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη 1968. Ο Χρίστος πέρασε από την πλατεία Ναβαρίνου, συναντήθηκε με τον Άγγελο και μαζί έπιασαν να ανηφορίζουν προς την Εγνατία.

Όταν προσπέρασαν την Αχειροποίητο, τα αυτιά τους είχαν κοκκινίσει αλλά οι δυο δεκατριάχρονοι συμμαθητές δεν έμοιαζε να νοιάζονται για την παγωνιά. Με τα σβερκάκια τους χωμένα στους ανασηκωμένους μάλλινους γιακάδες, τις βαριές σχολικές σάκες να κρέμονται από τα σκασμένα και ξυλιασμένα χέρια, την αναπνοή τους να βγαίνει σε αχνιστά συννεφάκια, συζητούσαν πολύ σοβαρά το μόνιμο πρόβλημα της εποχής και της ηλικίας τους: άραγε, θα περνούσαν και σήμερα αλώβητοι το τεστ της «δια δακτύλων» μετρήσεως της μαθητικής κόμης; Με άλλα λόγια, θα κατάφερναν να ξεγελάσουν το αετίσιο μάτι του Διευθυντή και να μπουν στην τάξη για μάθημα, χωρίς εκείνος να ανασηκώσει τα επιμελώς βρεγμένα και πατικωμένα τσουλούφια, για να μετρήσει το μήκος των τριχών με τον αλάνθαστο «κανόνα των δύο δακτύλων»;

Η πράσινη σιδερένια αυλόπορτα ήταν ανοιχτή και οι περισσότεροι μαθητές συντάσσονταν σε δυάδες στις καθορισμένες θέσεις των τμημάτων. Ο Χρίστος κι ο Άγγελος στριμώχτηκαν στα μουλωχτά πίσω από τους δυο ψηλούς της τάξης τους, τον Δημήτρη και τον Πέτρο, με την ενδόμυχη ευχή ότι το μπόι εκείνων θα λειτουργούσε ως προκάλυψη, και τα επιμελώς λιγδωμένα μαλλιά τους θα τη γλίτωναν κι αυτή τη φορά. Στάθηκαν ακίνητοι περιμένοντας.

Ο Διευθυντής δεν είχε αποκτήσει αδίκως το βαρύ προσωνύμιο που το μαθητικό σώμα του είχε ταχύτατα προσάψει, αμέσως μετά τον διορισμό στη θέση του, εκλεκτός του καθεστώτος, με την επιβολή της Απριλιανής Δικτατορίας. Κοντός και σχετικά εύσαρκος εξηντάρης, ανέκφραστος αλλά παντεπόπτης, είχε γρήγορα ενσπείρει το δέος και τον φόβο στις ψυχές των αγοριών, που για πρώτη φορά στη ζωή τους βίωναν από πρώτο χέρι κάτι το οποίο μόνον από διηγήσεις των παλαιοτέρων μπορεί να εγνώριζαν, το κρύο πρόσωπο του φασισμού. Τα μάτια ήταν το κατεξοχήν εργαλείο εκφοβισμού και η ανακριτική μέθοδος που ο Διευθυντής έβαζε σε λειτουργία, απευθυνόμενος σε όποιον είχε την ατυχία να προσελκύσει το βλέμμα του, για κάποιον λόγο. Το παγωμένο, ευθύβολο και διεισδυτικό κοίταγμά του σπανίως συνοδευόταν από λόγια, διότι πάντοτε κατέληγε σε τιμωρία. Η ποινή, συνήθως δυσανάλογη προς το παράπτωμα, εκτελούνταν ταχύτατα και χωρίς δικαίωμα έφεσης.

kourema2

Τα κοντόχοντρα και έμπειρα δάχτυλα του Διευθυντή ανασήκωσαν αργά, μεθοδικά και μια ιδέα σαδιστικά, το μπροστινό τσουλούφι των δύο συμμαθητών της Δευτέρας Γυμνασίου, που τώρα είχαν καρφώσει το βλέμμα στις μύτες των παπουτσιών τους. Με την ακρίβεια υποδεκάμετρου εκτίμησαν το μήκος των τριχών, για λίγο έπαιξαν με τις βρεγμένες ακρούλες της υποτυπώδους φράντζας, και κατόπιν, με ταχύτητα αστραπής, η τεντωμένη παλάμη ακούστηκε να προσγειώνεται με δύναμη στα πελιδνά μάγουλα «ενός εκάστου» των παραβατών. Η ποινή γνωστή και άμεσα εφαρμόσιμη: ωριαία αποβολή, μετάβαση στο κοντινότερο κουρείο για ευπρεπισμό, και επάνοδος στα μαθήματα, με αυτόματη καταχώρηση των ονομάτων τους στο ποινολόγιο. Η βαριά πράσινη πόρτα βρόντηξε πίσω από τους δύο μικρούς απόβλητους, που βρέθηκαν μοναχοί στο ξεροβόρι, να κοιτάζουν με περίσκεψη ο ένας το πρησμένο μάγουλο του άλλου.

Στο κουρείο των δύο φανατικών ΠΑΟΚτσήδων, του Γιάννη και του Δημήτρη, στην αρχή της οδού Πρίγκηπος Νικολάου, δεν υπήρχε ψυχή εκείνη την ώρα. Οι μικροί πελάτες πέταξαν τις σάκες σε μια γωνιά και σκαρφάλωσαν αμίλητοι, με κρεμασμένα μούτρα, στις βαριές αμερικάνικες καρέκλες. Ο Άγγελος ήταν ταχτικός, τον έφερνε από μικρό ο πατέρας του για κούρεμα και το μαγαζί των δύο συνεταίρων ήταν το πιο κοντινό στην οδό Αγίας Σοφίας, από την οποία οι τιμωρημένοι είχαν κατηφορίσει στις οχτώ και δέκα το πρωί. Ο Γιάννης, παχύς και ιδρωμένος ακόμη και μέσα στο καταχείμωνο, άρπαξε τη φαρδιά άσπρη ποδιά και με μια αέρινη κίνηση δίκην ταυρομάχου, αστραπιαία κάλυψε όλο το σώμα του Άγγελου, στερεώνοντας επιδέξια την άκρη του υφάσματος στο πίσω μέρος του παιδικού σβέρκου με μια καρφίτσα που είχε τραβήξει ως δια μαγείας από το αριστερό πέτο της επαγγελματικής ρόμπας του. Όρθιος πίσω από τη διπλανή δερμάτινη πολυθρόνα ο κοντούλης και ισχνός Δημήτρης εκτελούσε την ίδια ακριβώς χορογραφία, αφήνοντας μόνον το κεφάλι του Χρίστου να προβάλει από την λευκή σινδόνη. Οι δύο συνεταίροι άρπαξαν ταυτόχρονα τις μηχανές χειρός, δοκίμασαν την ετοιμότητα των εργαλείων με ένα ανατριχιαστικό διπλό «κλικ-κλακ» των οδοντωτών λεπίδων, και κοίταξαν μέσα από τον καθρέφτη τους νεαρούς πελάτες, περιμένοντας την εντολή για το είδος κουράς. Ο Άγγελος, ως παλιός στο μαγαζί, είχε το πρόσταγμα. Αντάλλαξε μια λοξή, γρήγορη ματιά με τον Χρίστο, έσφιξε τα δόντια και μετά βίας ακούστηκε να ψελλίζει: «Πάρ’ τα όλα!», ενώ συνόδευε την εντολή προς τον παχύσαρκο κουρέα με μια κίνηση της δεξιάς παλάμης, σα να σκούπιζε με αυτή την κορυφή του κεφαλιού του.

Στις εννέα ακριβώς, με το χτύπημα του σφυριού στα πλευρά της παροπλισμένης βόμβας του Δευτέρου Πολέμου, που εκτελούσε χρέη κουδουνιού κρεμασμένη από ένα δοκάρι, η σιδερένια πύλη άνοιξε και οι δύο παραβάτες εισέρχονταν στον αυλόγυρο, για την έναρξη της δεύτερης ώρας. Με βήμα αργό, σχεδόν σέρνοντας τις σχολικές τσάντες, προχώρησαν και έφθασαν στο κέντρο του χώρου συγκέντρωσης. Το κρύο είχε σφίξει, ο καιρός έδειχνε πως γρήγορα θα το γύριζε σε χιονιά και λίγες σταγόνες παγωμένης βροχής έπεφταν ήδη. Τρεις «μεγάλοι», τελειόφοιτοι στην Έκτη Γυμνασίου, ήταν εκείνοι που εντόπισαν πρώτοι τους μικρούς, την ώρα που προσπαθούσαν να χωθούν απαρατήρητοι στην αίθουσά τους. Η τιμητική παράταξη δεν άργησε να σχηματιστεί: μια διπλή σειρά μαθητών όλων των ηλικιών, που εκτεινόταν από τις τουαλέτες ως την πόρτα της Δευτέρας Τάξης, κατά μήκος της οποίας οι δύο «εν χρω κεκαρμένοι» υποχρεώθηκαν να βαδίσουν, για να υποστούν τα γιούχα, τους αλαλαγμούς και τις σβουριχτές καρπαζιές στα παιδικά κρανία τους, που ξεχώριζαν σαν δυο χέρσες νησίδες, έτσι όπως ήταν κουρεμένα «γουλί», στο μέσον της μαλλιαρής, κυματίζουσας θάλασσας των υπολοίπων.

kourema3

Το ακοίμητο βλέμμα του Διευθυντή παρακολούθησε τη σκηνή από το υπερυψωμένο γραφείο με την τζαμαρία. Οι δύο μικροί εκλήθησαν να παρουσιαστούν μπροστά του στο διάλειμμα. Λίγοι τολμηροί που παρεισέφρυσαν στον διάδρομο και προσπάθησαν να στήσουν αυτί για να μεταφέρουν στους υπόλοιπους τα τεκταινόμενα, δεν άκουσαν κραυγές, ολολυγμούς ή ήχους ξυλοδαρμού και επέστρεψαν άπρακτοι, πιθανόν και λίγο απογοητευμένοι. Οι δύο απείθαρχοι νεαροί, που είχαν αποπεμφθεί πρωί πρωί για ευπρεπισμό της κόμης και επέστρεψαν κουρεμένοι ως βαρυποινίτες, δεν τιμωρήθηκαν περαιτέρω. Το περιστατικό έκανε αίσθηση εκείνη την εποχή και συζητήθηκε αρκετά στους κύκλους μαθητών, καθηγητών και γονέων. Κυκλοφόρησε μάλιστα και μία πολιτικής φύσεως ερμηνεία, ότι δηλαδή εκείνοι οι δύο έκαναν συνειδητά μια ελάχιστη αλλά γενναία πράξη αντίστασης. Την εκδοχή υιοθέτησαν με ικανοποίηση ή απέρριψαν με βδελυγμία όσοι την άκουσαν, ανάλογα με την ιδεολογική τους τοποθέτηση.

Δέκα χρόνια αργότερα οι πρωταγωνιστές του επεισοδίου συναντήθηκαν τελείως  συμπτωματικά στον πολύβουο χώρο αναμονής του αεροδρομίου, στο Λονδίνο. Μακρυμάλληδες πλέον και οι δύο, μεταπτυχιακοί φοιτητές στη Σκοτία και τον Καναδά, βρέθηκαν να συζητούν για τα παλιά, καθώς περίμεναν τις πτήσεις τους. Έχοντας αρκετές ώρες να σκοτώσουν, κουβέντα στην κουβέντα, θυμήθηκαν και το περιστατικό εκείνου του χειμώνα. Ο Χρίστος θέλησε να μάθει γιατί οι δύο κουρείς προχώρησαν σε εκείνη την αιφνιδιαστική και απρόβλεπτη κίνηση, μετατρέποντας   τους μικρούς μαθητές σε νεοσύλλεκτους. Μήπως τελικά, η εντολή του φίλου του είχε πράγματι υπαγορευθεί από κάποια ενστικτώδη, αλλά και γι’ αυτό τον λόγο ακόμη περισσότερο αξιοθαύμαστη, διάθεση για αντίσταση στη σκληρή τιμωρία του φασίζοντος Διευθυντή;

«Φίλε μου, η εξήγηση είναι πολύ απλή και καθόλου ηρωική», χαμογέλασε ο Άγγελος και σα να μελαγχόλησαν λίγο τα γαλάζια μάτια του, στην ανάμνηση του σχεδόν ξεχασμένου γεγονότος από το αθώο, εφηβικό παρελθόν. «-Πάρ’ τα κοντά!, ήθελα να πω στον Γιάννη, αλλά μέσα στη σύγχυση και τον θυμό μου ψέλλισα εκείνο το φοβερό «-Πάρ’ τα όλα!». Κι όταν είδα τη μηχανή να πατάει σταθερά μπροστά, στο κούτελο, και να χαράζει το απαίσιο αυλάκι της μέσα από τα ωραία μου μαλλάκια, για να φτάσει σε μια μόνο στιγμή στον σβέρκο, ήταν πια πολύ αργά. Η μπάλα πήρε βέβαια κι εσένα. Έτσι καταλήξαμε κουρεμένοι «γλόμποι», πρώτη φορά στη ζωή μας. Εκείνο όμως που δεν ξεχνώ μέχρι σήμερα, είναι πόσο παγωμένος μου φάνηκε ο αέρας, καθώς ανηφορίζαμε δυστυχείς και ντροπιασμένοι την οδό Αγίας Σοφίας, για να γυρίσουμε στο σχολείο…».

Like this Article? Share it!

About The Author

: Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1955. Είναι καθηγητής φιλολογίας στην ιδιωτική εκπαίδευση. Γράφει ποιήματα και διηγήματα που μοιράζει σε φίλους.