Οι εφιάλτες του καραβιού

Published On 14 July 2014 | By Βαγγέλης Γαροφάλλου | Βαγγέλης Γαροφάλλου - Master Frogo

Η χώρα πανηγυρίζει για την άνοδο του τουρισμού, η ανάπτυξη έρχεται, και εσύ, φίλε αναγνώστη, είσαι έτοιμος για τις καλοκαιρινές σου διακοπές.

Αν βέβαια ανήκεις στη μεγάλη μερίδα του πληθυσμού που δεν έχει φράγκο και κατόπιν τούτου δεν θα παραθερίσει, μη στεναχωριέσαι. Σκέψου τι θα τραβήξουν όσοι πάνε να πάρουν το πλοίο που θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα- για λιμάνια ξεεεένα.

Ο συνωστισμός (μάνα θα πάω στα καράβια)

Η χαρά των διακοπών ξεκινά στο λιμάνι του Πειραιά, ένα από τα ομορφότερα στον πλανήτη, αν έχεις προβλήματα όρασης και όσφρησης. Εκεί, στις αποβάθρες, οι επίδοξοι παραθεριστές θα συνωστιστούν και φέτος περιμένοντας να μπουν στο πλοίο. «Μαμά, πότε θα μπούμε;», ουρλιάζουν σαν χορωδία τα πιτσιρίκια γύρω σου. Την ώρα που στέκεσαι ακινητοποιημένος στη σκάλα προσπαθώντας να ανέβεις και βοηθάς την κυρία που δεν μπορεί να σηκώσει τη βαλίτσα της- μάλλον γιατί μέσα έχει βάλει πέτρες- σκέψου ότι κάποτε το μαρτύριο θα τελειώσει. Μάλλον.

Το παρκάρισμα εις το πλοίον

«Πάρτο δεξιά, δεξιά, όχι αριστερά, δεξιά», ουρλιάζει ο υπεύθυνος στο πάρκινγκ του πλοίου, την ώρα που η γυναίκα οδηγός (σεξιστική παρένθεση) κάνει σλάλομ ανάμεσα σε φορτηγά και ΙΧ, φλερτάροντας επικίνδυνα με τους καθρέφτες τους. Ανάμεσα σε σιδερένιες ράμπες και κίνδυνο ασφυξίας, είναι η ώρα να παρκάρεις το όχημα σου και να αποδράσεις από την φασαριόζικη κόλαση όσο πιο γρήγορα -και όσο πιο ιδρωμένος- μπορείς.

Πού θα κάτσουμε;

Την ώρα που οικογένειες φορτωμένες με τάπερ τρέχουν πανικόβλητες να καβατζώσουν τα τραπεζάκια και αβοήθητοι τουρίστες περιφέρονται πέρα δώθε σαν φαντάσματα, αρχίζουν τα φρικτά διλήμματα. Να κάτσουμε στο κατάστρωμα; Είναι ωραία γιατί φυσάει στο κατάστρωμα, αλλά θα μας κάψει ο ήλιος, άσε που η μόνη θέση που είναι ελεύθερη είναι αυτή δίπλα στο φουγάρο, αλλά το μαθαίνεις με τον κακό τρόπο, αφού κάτσεις, όταν το φουγάρο σε ψεκάσει με ένα μείγμα από αγίασμα και αιθέρια έλαια. Μήπως να κάτσουμε μέσα; Ναι, αλλά μέσα κουνάει, ο ταξιδιώτης δίπλα σου έχει να κάνει μπάνιο από την προηγούμενη εβδομάδα και το ερ κοντίσιον δημιουργεί ένα κλίμα μπροστά στο οποίο φαντασιώνεσαι με λαχτάρα τα ντουζάκια του Άουσβιτς. Όταν βρεις επιτέλους το κατάλληλο σημείο, ο υπάλληλος του πλοίου που σε αγνοεί επιδεικτικά οτιδήποτε κι αν χρειαστείς, αποφασίζει να ασχοληθεί μαζί σου για να σου πει πως «δεν μπορείτε να καθίσετε εδώ».

 efialtesPloio1

Να πάρουμε ένα καφεδάκι, να κάνουμε ένα τσιγαράκι…

Θα ‘θελες. Στήνεσαι στην ουρά της λαχτάρας για ένα παγωμένο φρέντο, οι μπροστινοί σου καθυστερούν γιατί δεν μπορούν να αποφασίσουν αν θέλουν πατατάκια με ρίγανη ή χωρίς, ο πιο μπροστά πληρώνει με πενηντάρικο, γιατί «το φυσάει», και όταν κάποτε έρθει η ευλογημένη ώρα να παραγγείλεις, ο στραβωμένος υπάλληλος σου ανακοινώνει με ένα σαδιστικό χαμόγελο ότι «μόλις τελείωσε ο πάγος», παίζοντας παράλληλα με τον άφθονο πάγο που έχει μπροστά του. Πας να κάνεις το τσιγάρο ξεροσφύρι, αλλά ο αέρας λυσσομανάει και δεν μπορείς να το ανάψεις με τίποτα. Όταν το ανάψεις, η γεύση του είναι απαίσια γιατί δεν έχεις καφέ και έχεις να φας από το πρωί, οπότε το σβήνεις, επιστρέφεις στη θέση σου και ανακαλύπτεις ότι στην έχει πάρει η Ελληνίδα μάνα με τα παιδιά της, που δεν το κουνάει από κει ακόμα κι αν φέρεις παρέα να τη δείρετε.

Shake it

Στριμωγμένος ανάμεσα στην παρέα κοριτσιών που συζητάει για το αν είναι πιο όμορφος ο Σταν ή ο Μαρτάκης και στους δύο κυρίους που αναλύουν το πως θα μας σώσει η Νέα Δημοκρατία, πιστεύεις ότι τίποτα δεν μπορεί να πάει χειρότερα και η ώρα δεν περνάει.  Έχει μείνει κάτι άλλο να σε βασανίσει; Δεν θέλω αφελείς ερωτήσεις, φίλε αναγνώστη. Είναι η ώρα που το καράβι αρχίζει να πηγαίνει πέρα δώθε σαν το «ταψί» στο λούνα παρκ και ο χορός του εμετού ξεκινά. Το αισιόδοξο σενάριο είναι να καταφέρεις να μην ξεράσεις και απλά να βασανίζεσαι, κατακίτρινος σαν τα πρωτοσέλιδα της Εσπρέσο, μέχρι να βρεις λιμάνι. Το κακό σενάριο είναι να ξεράσεις, αφού πρώτα έχεις βιώσει την φρικτή αγωνία του να βρεις μια σακούλα ή μία ήσυχη γωνιά να κάνεις την ανάγκη σου. Η στήλη προτείνει την πιο στιλάτη λύση, δηλαδή τον εμετό στα κάγκελα του καταστρώματος: σκορπίζεις την ευλογία σου στη θάλασσα και παράλληλα χαρίζεις στους συνταξιδιώτες σου μία όμορφη εικόνα να θυμούνται από το φετινό καλοκαίρι.

Η άφιξη

Αφού έχεις ταξιδέψει 15 ώρες για να πας σε ένα νησί του Αιγαίου ενώ σε λιγότερες θα μπορούσες να έχεις φτάσει στα βάθη της Ασίας, το μαρτύριο φτάνει σιγά σιγά προς το τέλος του και οι κραυγές «Μιχαλάκη, έλα να δεις το νησί» το επιβεβαιώνουν. Οπότε, βρώμικος, ταλαιπωρημένος και κατάκοπος στήνεσαι στην ουρά για να αποβιβαστείς. Τότε το καράβι κόβει ταχύτητα και κάθε δευτερόλεπτο γίνεται αιώνας. Εκεί που η απόγνωση σε έχει κυριεύσει, οι πύλες της κολάσεως επιτέλους ανοίγουν και η ορδή των παραθεριστών ξεχύνεται στο λιμάνι. Γουέλκαμ του δε γκρικ άιλαντς, φίλε αναγνώστη. Είθε η χωριάτικη των δέκα ευρώ να είναι γευστική, ο φρέντο των έξι ευρώ να μη γίνει μαύρο νερό σε λιγότερο από τρία λεπτά, τα σφηνάκια να έχουν όσο λιγότερη κηροζίνη γίνεται και το ταίρι που θα φλερτάρεις να μην έχει διψήφιο αριθμό αφροδίσιων νοσημάτων.

Like this Article? Share it!

About The Author

Ο Βαγγέλης Γαροφάλλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1985. Το 2008 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων του «Πρωινά ξυπνήματα» (εκδ. Πολύτροπον) και το 2009 το μυθιστόρημα «Η βασίλισσα του βυθού» (εκδ. Νόβολι). Η νέα του συλλογή διηγημάτων, «Αγριάλιτι», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πολύτροπον.